θεῖον
κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit
English (LSJ)
(A), Ep. θέειον (in Od.22.493 θήϊον), τό,
A brimstone, used to fumigate and purify, δέπας… ἐκάθηρε θεείῳ Il.16.228; οἶσε θέειον... κακῶν ἄκος Od.22.481; δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, from a thunderbolt, Il.14.415; ἐν δὲ θεείου πλῆτο, of a ship struck by lightning, Od. 12.417; ἐμβαλόντες πῦρ ξὺν θ. Th.2.77, cf. 4.100; Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θ. καὶ πῦρ LXX Ge.19.24; as a natural product, Hp.Aër.7, Ph.2.21,143, Ti.Locr.99c; θ. ἄπυρον Gal.12.903; opp. πεπυρωμένον, Dsc.5.107; cf. θεάφιον, θέαφος. (Perh. cogn. with θύω, θυμιάω, Lat. suffire.)
θεῖον (B), τό,
A the Divinity, v. θεῖος (A) 11.
German (Pape)
[Seite 1191] τό, ep. θέειον u. θήϊον, der Schwefel; ἐν δὲ θεείου πλῆτο Od. 14, 307; οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος 22, 481, wo es 493 heißt ἤνεικεν δ' ἄρα πῦρ καὶ θήϊον, zur Reinigung des Zimmers, in dem die Freier erschlagen worden; weil man so dem Schwefel Unheil abwehrende Kraft zuschrieb, soll er von θεῖος, göttlich, seinen Namen bekommen haben. Einzeln bei Folgdn, wie Tim. Locr. 99 c.
Greek (Liddell-Scott)
θεῖον: Ἐπ. θέειον καὶ (ἅπαξ) θήϊον, τό, θειάφι, Λατ. sulfur, ἐν χρήσει πρὸς κάπνισμα καὶ ἐξάγνισιν (πρβλ. θειόω), δέπας... ἐκάθηρε θεείῳ Ἰλ. Π. 228· οἶσε θέειον.., κακῶν ἄκος Ὀδ. Χ. 481· ἤνεικεν δ’ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον Χ. 493· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, ἐκ κεραυνοῦ, Ἰλ. Ξ. 415, πρβλ. Θ. 135· οὕτως ἐπὶ πλοίου πληγέντος ὑπὸ κεραυνοῦ, θεείου πλῆτο, μὲ καπνοὺς ἐκ θείου, Ὀδ. Μ. 417· πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284· ― θ. ἄπυρον, ἦτο φυσικὸν θεῖον, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ παρεσκευασμένου, ὅπερ λέγεται πεπυρωμένον, Τίμ. Λοκρ. 99C, Διοσκ. 5. 124. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸν τύπον θέειον, ὅ ἐ. θέϝειον, ὡς τὸν πρῶτον, καὶ ἀναφέρει αὐτὸν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν τὸ θύω, Λατ. fumus, ἴδε ἐν λ. θύω).
French (Bailly abrégé)
1ου (τό) :
1 soufre;
2 fumée de soufre.
Étymologie: R. Θυ, être vaporeux ; cf. θυμός, lat. fumus.
2neutre ou acc. masc. de θεῖος²;
acc. de θεῖος¹.
Spanish
English (Strong)
probably neuter of θεῖος (in its original sense of flashing); sulphur: brimstone.
English (Thayer)
θείου, τό (apparently the neuter of the adjective θεῖος equivalent to divine incense, because burning brimstone was regarded as having power to purify, and to ward off contagion (but Curtius, § 320 allies it with θύω; cf. Latin fumus, English dust)), brimstone: Homer, Iliad 16,228; Odyssey 22,481, 493; (Plato) Tim. Locr., p. 99c.; Aelian v. h. 13,15 (16); Herodian, 8,4, 26 (9 edition, Bekker).)
Greek Monotonic
θεῖον: τό, η θεϊκή υπόσταση, θεότητα, βλ. θεῖος II.
• θεῖον: Επικ. θέειον, θήϊον, τό, θειάφι, Λατ. sulfur, χρησιμοποιείται στο λιβάνισμα, απολύμανση με καπνό που επέφερε εξαγνισμό, σε Όμηρ.· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, από κεραυνό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
θεῖον:
I τό θεῖος II]
1) божество: τὸ θ. πᾶν φθονερόν (sc. ἐστιν) Her. всякое божество завистливо; ὥσπερ κατὰ θ. Arph. словно по воле божества;
2) божественное начало, божественность: μάλιστα μετέχει τοῦ θείου ὁ ἄνθρωπος Arst. (из всех живых существ) наиболее причастен божественному человек;
3) pl. божественные дела, деяния (τὰ θεῖα ἐπαινεῖν Soph.);
4) pl. божественные вопросы (τὰ θεῖα ζητεῖν Xen.);
5) pl. почитание богов, религия: ἔρρει τὰ θεῖα Soph. религия в упадке (досл. падает).
II эп. θέειον и редко θήϊον τό θύω или θεῖος II] сера (θείου ὀσμή Arst.; πῦρ καὶ θ. NT): θ. κακῶν ἄκος Hom. сера - (очистительное) средство от зол (сера употреблялась для культовых очищений).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: brimstone (Il., IA).
Other forms: ep. θέειον, also θήϊον (χ 493)
Compounds: also with δια-, ἐκ-, περι-, treat with sulphur (Od., medic.); from here θεώματα τὰ περικαθαρτήρια H.
Derivatives: Diminutivum θε(ι)άφιον (H., Tz.; θέαφος Eust.), adj. θειώδης sulphuric (Str., medic.), denomin. verb θειόω, θεόω, ep. θεειόω,
Origin: IE [Indo-European] [268] *dʰues- smoke [doubtful!]
Etymology: The basic form was θέειον, from where through hyphaeresis θεῖον, through further loss of the ι θεόω, θεάφιον; further through metrical lengthening and suffix-change unique θήϊον. θέειον < *θϜέσειον is a substantivized adjective from a noun *θϜέσος n. prop. smoke, formed to a verb for smoke, breathe (out) in Lith. dves-iù expire the soul. Solmsen Unt. 85ff. (in details diff.). Cf. on θεός and 2. θύω.
Middle Liddell
θεῖον, ου, τό,
the divinity [v. θεῖος II.]
1
brimstone, Lat. sulfur, used to fumigate and purify, Hom.; δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, from a thunderbolt, Il.