κατασκευή
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἡ,
A preparation, ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου being engaged in preparing for it, Th. 8.5; construction, λιμένων ἢ νεωρίων Pl.Grg.455b; fitting out, πλοίων Plb.1.21.1, etc. 2 unpacking, X.Cyr.8.5.5. 3 training, Stoic. 3.89. II permanent or fixed assets, opp. what is movable or temporary (παρασκευή), fixtures, plant, etc., Th.1.10; ἀνειληφότες τὰς κ. having repaired their estates, Id.2.16; ἡ περὶ τὸν κλῆρον κ. Pl. Lg.923d; τῆς ἄλλης κ., ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεθ' ἧς πολιτευόμεθα καὶ δι' ἢν ζῆν δυνάμεθα the aggregate of our possessions, Isoc.4.26; αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τείχους Id.7.52; but also, like παρασκευή, any furniture or fittings, τὴν Μαρδονίου κ., i. e. his tent and its furniture, Hdt.9.82; κ. πολυτελέσι χρησαμένων Th.6.31; φιάλας τε… καὶ θυμιατήρια καὶ ἄλλην κ. ib.46; ἡ κ. τῆς οἰκίας D.47.54; τῇ τῶν θεῶν κ. χρῆσθαι whatever the gods provided, X.Ages.9.5. III state, condition, constitution of a thing, θεοῦ κ. βίῳ δόντος τοιαύτην E. Supp.214; αἱ… κ. τῆς ψυχῆς Pl.R.544e; ἡ τοῦ βίου κ. Id.Lg.842c; ἡ τῶν νόμων κ. ib.739a; ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ ib.736b; ἐν χρημάτων κ. in the constitution of a man's fortune, Id.Grg.477b; ἐν σώματος κ. ibid.; κ. τις παρὰ φύσιν, definition of νόσος, Gal.6.837. IV device, trick, τέχναι καὶ κ. Aeschin.2.1, v.l. in Din.1.34; ἄνευ κατασκευῆς ᾄδειν artlessly, Ael.NA5.38. V in Logic, constructive reasoning, opp. ἀνασκευή, D.H.Lys.24, Hermog.Prog.5, etc.: in pl., Cic.Att.1.14.4, Longin.11.2, Quint.2.4.18. VI Rhet., artistic treatment, κ. ποιητική Str.1.2.6, D.H.Comp.1; manipulation, συλλαβῶν, γραμμάτων, ib.15, 16; elaboration, Id.Pomp.2, etc.; correct style, opp. ἰδιωτισμός, Diocl.Stoic.3.214; technical resources, πλάσμα καὶ ἡ ἄλλη κ. δημηγόρου Phld.Rh.1.199 S. VII Geom., construction, Archim.Sph.Cyl. 2.4, cf. Procl.in Euc.p.203 F.; κ. ὀργανική solution by mechanical construction, Papp.174.17. VIII system of gymnastic exercise, as t.t., Gal.6.169.
German (Pape)
[Seite 1378] ἡ, Zubereitung, Einrichtung, Anordnung, Bau, λιμένων ἢ νεωρίων Plat. Gorg. 455 b; von Schiffen, Pol. 1, 21, 1, der es oft auch vom Bau der Häuser, der Schanzen, Maschinen u. dgl. braucht. – Das Gebäude, die Anlage; τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη, schol. κτίσματα, Thuc. 1, 10; ἡ τῶν τειχῶν κ. Plut. Alc. 36; καὶ φύσει καὶ κατασκευῇ ὁ περίβολος ἠσφάλισται Pol. 9, 27, 3; τοῦ σώματος, Einrichtung, Plat. Gorg. 477 b; αἱ τῶν ἰδιωτῶν κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Rep. VIII, 544 e; τοῦ βίου Legg. VIII, 842 c; κατ. ἐν ᾗ κατοικοῦμεν καὶ μεθ' ἧς πολιτευόμεθα καὶ δι' ἣν ζῆν δυνάμεθα Isocr. 4, 27, vgl. 16, 27; κατ. πολιτική Plat. Legg. V, 736 b; πολιτεύματος Pol. 3, 118, 12; ἡ περὶ τὸν βίον κατ. Plut. Pericl. 8; ἐθισμῶν Pol. 4, 21, 4. – Was zur Ausrüstung des Hauses gehört, Hausgeräth, auch Heergeräth, Gepäck; Her. 9, 82; φιάλας καὶ οἰνοχόας καὶ ἄλλην κατασκευὴν οὐκ ὀλίγην Thuc. 6, 46; Plat. Rep. IV, 419 a; Xen. Oec. 8, 18; Sp. – Kunstgriff, Mittel wozu, τέχναι καὶ κατασκευαὶ τοῦ κατηγόρου Aesch. 2, 1; oft bei Pol.; bei den Rhett. βεβαίωσις τοῦ προτεθέντος πράγματος, Ggstz von ἀνασκευή, Hermog. progymn. 5 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκευή: ἡ, ἑτοιμασία, ὄντων ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου, ἀσχολουμένων εἰς τὴν πρὸς τὸν πόλεμον ἑτοιμασίαν (διάφ. γραφ. παρασκευῇ), Θουκ. 8. 5· λιμένων κατασκευὴ ἢ νεωρίων, οἰκοδομή, Πλάτ. Γοργ. 455Β· ὁ ὁπλισμὸς πλοίων, μηχανῶν ἑτοιμασία, κτλ., κατ. πολυτελέσι χρησάμενων Θουκ. 6. 31, πρβλ. Πολύβ. 1. 21, 1, κτλ. ΙΙ. πᾶν εἶδος σκευῶν, ἐπίπλων ἢ προμηθείας διὰ βίον σταθερὸν ἢ διαρκῇ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ χρήσιμα διὰ βίον κινητὸν ἢ πρὸς ὀλίγον χρόνον (παρασκευή), λοιπόν, οἰκοδομαί, ἔπιπλα, σκεύη, μηχαναί, Θουκ. 1. 10 (ἔνθα ἴδε Agnold.)· ἀνειληφότες τὰς κατ., ἐπισκευάσαντες τὰς κατοικίας αὑτῶν, ὁ αὐτ. 2. 16· εἰσεκομίζοντο καὶ τὴν ἄλλην κ. ᾗ κατ’ οἶκον ἐχρῶντο ὁ αὐτ. 2. 14· τῆς ἄλλης κατασκευῆς, ἐν ᾗ κατοικοῦμεν, τοῦ συνόλου τῆς πολιτικῆς τάξεως (τοῦ πολιτικοῦ συστήματος), μεθ’ ἧς πολιτευόμεθα καὶ ζῶμεν…, Ἰσοκρ. 45Ε· αἱ κ. αἱ ἐπὶ τῶν ἀγρῶν ἢ αἱ ἐντὸς τοῦ τείχους ὁ αὐτ. 150Β· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ὡς τὸ παρασκευή, πᾶν εἶδος σκεύους ἢ ἐπίπλου, τὸ «νοικοκυριό», τὴν Μαρδονίου κ., δηλ. τὴν σκηνὴν αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐπίπλων, Ἡρόδ. 9. 82· φιάλας τε… καὶ θυμιατήρια καὶ ἄλλην κατ. Θουκ. 6. 46, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 5, 5· ἡ κ. τῆς οἰκίας Δημ. 1155. 21· τῇ κ. τῶν θεῶν… χρῆσθαι, ὅ,τι δήποτε χορηγοῦσιν οἱ θεοί, Ξεν. Ἀγησ. 9, 5· κατασκευὴ μαγικὴ Par. mag. bibl. nat. par W. 934. 2) ἐν τῷ πληθ., μηχανήματα πρὸς ἐκτέλεσίν τινος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808. ΙΙΙ. ἡ κατάστασις πράγματός τινος, θεοῦ κατασκευὴν βίῳ δόντος τοιαύτην Εὐρ. Ἱκέτ. 214· αἱ… τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 544Ε· ἡ τοῦ βίου κ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 842C· ἡ τῶν νόμων κ. αὐτόθι 739Β· ἐν πάσῃ κ. πολιτικῇ αὐτόθι 736Β· ἐν χρημάτων κ., εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν χρημάτων, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 477Β, πρβλ. Νόμ. 923D· οὕτως, ἐν σώματος κ. Γοργ. αὐτόθι. V. μηχάνημα, ἐπινόημα, «παιγνίδι», τέχνη, τέχναι καὶ κ. τοῦ κατηγόρου Αἰσχίν. 28. 4, πρβλ. Δείναρχ. 94. 30· τὴν κατ’ αὐτοῦ κατασκευὴν Ἰω. Μαλ. σ. 84, 6· ἄνευ κατασκευῆς ᾂδειν, ἄνευ τέχνης, ἀτέχνως, Αἰλ. π. Ζ. 5. 38· ὁ περίβολος ἠσφάλισται φύσει καὶ κατασκευῇ Πολύβ. 9. 27, 3· τῇ τοῦ πληρώματος κ., συγκροτήσει καὶ ἐντέχνῳ ἀσκήσει, 1, 19, 15· ἡ μὲν μοναρχία φυσικῶς καὶ ἀκατασκεύως ἡ δὲ βασιλεία μετὰ κατασκευῆς διορθώσεως 6. 4, 7. V. ἐν τῇ Λογικῇ, θετικὸς τρόπος τοῦ διανοεῖσθαι τείνων εἰς βεβαίωσιν ἢ ἵδρυσιν ἀληθείας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἀναιρετικὸν τρόπον (ἀνασκευὴ) Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 24. κτλ.· πρβλ. ἀνασκευαστικός, κατασκευάζω καὶ ἀνασκευάζω. VΙ.ἐν τῇ Ρητορικῇ τὸ ἔντεχνον καὶ κομψόν, κατάλληλον ὕφος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἰδιωτισμόν, Διογ. Λ. 7. 59, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de préparer :
1 préparation : πολέμου THC d’une guerre;
2 construction (d’un port, d’un navire, etc.);
3 organisation, constitution, état ; particul. état politique, ensemble des institutions, constitution d’un État;
4 action d’arranger avec art, de combiner, d’imaginer : ἄνευ κατασκευῆς ÉL sans art ; αἱ κατασκευαί artifices, ruses;
II. c. παρασκευή : appareil, d’où
1 ameublement, mobilier, équipement (d’une maison, d’un navire, etc.);
2 construction, édifice;
3 action de plier bagage.
Étymologie: κατά, σκευή.
Greek Monolingual
η (AM κατασκευή)
1. το να κατασκευάσει κάποιος κάτι από ένα υλικό ή από διάφορα υλικά, το φτειάξιμο, η δημιουργία
2. επινόηση, εφεύρημα με δόλιους σκοπούς (α. «κατασκευή ψευδών ειδήσεων» β. «κατασκευή πληροφοριών»)
3. φρ. «γεωμετρική κατασκευή» — η χάραξη γεωμετρικού σχήματος με τη χρήση τών κατάλληλων οργάνων
νεοελλ.
η υφή, η σύσταση, η φυσική κατάσταση ενός πράγματος
αρχ.
1. προπαρασκευή, ετοιμασία
2. εξάρτηση, εξοπλισμός
3. (για οικοδομή)
το χτίσιμο, η πρόοδος τών οικοδομικών εργασιών
4. η οικοσκευή, το σύνολο τών επίπλων και τών σκευών ενός σπιτιού
5. καθετί που παρέχεται, ό,τι χορηγείται
6. η έντεχνη σύνθεση του λόγου, το προσεγμένο ύφος, το κατάλληλο για την κάθε περίπτωση
7. ορισμένο στάδιο στην προπόνηση τών αθλητών, συνήθως κατά τη δεύτερη μέρα της τετράδος τών προπονήσεων, κατά το οποίο γινόταν συστηματική εξάσκηση στις λεπτομέρειες του κάθε αγωνίσματος
8. φρ. α) «κατασκευή τις παρὰ φύσιν» — νόσημα
β) «ἄνευ κατασκευῆς» — άτεχνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκευή (< σκευή «εξοπλισμός»), πρβλ. επι-σκευή, παρασκευή. Λειτουργεί ως εκφραστικό της ρηματ. ενέργειας του κατασκευάζω.
Greek Monotonic
κατασκευή: ἡ,
I. προπαρασκευή, ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου, σε προετοιμασία, σε Θουκ.· εξοπλισμός των πλοίων, των μηχανών κ.λπ., στον ίδ.
II. οποιοδήποτε είδος επίπλου που παραμένει σταθερό, αντίθ. προς αυτό που είναι κινητό (παρασκευή), κτίρια, εντοιχισμένες εγκαταστάσεις, στον ίδ.· αλλά επίσης, όπως το παρασκευή, οποιοδήποτε έπιπλο, σε Ηρόδ., Θουκ.
III. κατάσταση, σύσταση, δομή, κατασκευή ενός πράγματος, σε Ευρ., Πλάτ.
IV.κόλπο, τέχνασμα, μηχανή, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κατασκευή: ἡ
1) подготовка (τοῦ πολέμου Thuc.);
2) сооружение, строительство (λιμένων ἢ νεωρίων Plat.; τῶν τειχῶν Plut.);
3) создавание, построение (τῶν νόμων Plat.);
4) устройство, строение, строй, организация (τοῦ σώματος Plat.; πολιτεύματος Polyb.): αἱ κατασκευαὶ τῆς ψυχῆς Plat. (различные) типы душевной организации; κ. τοῦ βίου Plat. способ добывания средств к жизни; ἡ χρημάτων κ. Plat. материальный быт;
5) домашняя обстановка, меблировка, утварь (τῆς οἰκίας Dem.): κατασκευὴν κτᾶσθαι Plat. приобретать обстановку;
6) посуда (φιάλαι καὶ οἰνοχόαι καὶ ἄλλη κατασκευή Thuc.);
7) укладывание багажа, сборы (в путь) Xen.;
8) прием, хитрость, уловка (τέχναι καὶ κατασκευαί Aeschin.);
9) сочинение, произведение Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκευή -ῆς, ἡ [κατασκευάζω] bouw, aanleg:; λιμένων κατασκευὴ ἢ νεωρίων aanleg van havens of scheepswerven Plat. Grg. 455b; ook concr. gebouw:. τῆς κατασκευῆς τὰ ἐδάφη de bouwfundamenten Thuc. 1.10.2. inrichting, organisatie, toestand:. κ. τῆς ψυχῆς toestand van de ziel Plat. Resp. 544e, ἡ τοῦ βιοῦ κ. voedselvoorziening Plat. Lg. 842c; κ. πολιτική politiek bestel Plat. Lg. 736b; χρημάτων κ. financiële toestand Plat. Grg. 477b. huisraad, voorzieningen:. κατασκευαῖς πολυτελέσι met kostbare voorzieningen Thuc. 6.31.3; ἀναλαμβάνειν τὰς κατασκευάς de inrichting van de huizen weer opnemen Thuc. 2.16.1.
Middle Liddell
κατα-σκευή, ἡ,
I. preparation, ἐν κατασκευῇ τοῦ πολέμου in preparing for it, Thuc.; the equipment of ships, engines, etc., Thuc.
II. any kind of furniture that is fixed, opp. to what is movable (παρασκευή), buildings, fixtures, Thuc.; but also, like παρασκευή, any furniture, Hdt., Thuc.
III. the state, condition, constitution of a thing, Eur., Plat.
IV. a device, trick, Aeschin.