παραποιέω

From LSJ
Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραποιέω Medium diacritics: παραποιέω Low diacritics: παραποιέω Capitals: ΠΑΡΑΠΟΙΕΩ
Transliteration A: parapoiéō Transliteration B: parapoieō Transliteration C: parapoieo Beta Code: parapoie/w

English (LSJ)

   A make falsely, π. μέτρα καὶ σταθμά make false measures and weights, D.S.1.78 ; οἱ παραποιοῦντες forgers, Just.Nov.73 Praef.; παραποιησάμενος σφραγῖδα having got a false seal made, Th.1.132 (nisi leg. παρασημηνάμενος, cf.Poll.8.27) ; π. βίον ἀνθρώπου falsify his record, Philostr.VA2.30.    2 alter slightly, τὸ ὄνομα, τὴν λέξιν, Paus.5.10. 1, Jul.Or.2.70a ; τὰ παραπεποιημένα, e. g. τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα, Arist.Rh.1412a28.    3 adopt as one's own by altering, imitate, Ath. 12.513a : abs., make a parody, D.Chr.32.81 :—Pass., παρ' ὑπόνοιαν παραποιηθὲν ἐκ… Sch.Ar.Pl.782 : abs., PLond.3.854.5 (ii A.D.).    II introduce as an episode into a poem, κατὰ( = καθ' ἂ) παρεποίησε (prob. for κατὰ γὰρ ἐποίησε) Hdt.2.116, cf. POxy.1611.165,175 (prob. l.).

German (Pape)

[Seite 495] verändern, Arist. rhet. 3, 11; gew. = Etwas schlecht machen, verderben, verfälschen, πολλὰ τοῦ Ξάνθου παραπεποίηκεν ὁ.Στησίχορος Ath. XII, 513 a, u. a. Sp.; u. so im med., παραποιησάμενος σφραγῖδα, Thuc. 1, 132, das Siegel nachmachen, μέτρα καὶ σταθμά, verfälschen, D. Sic. 1, 78 u. Sp.; übh. nachmachen, nachbilden, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 158.

Greek (Liddell-Scott)

παραποιέω: νοθεύω, κιβδηλεύω, παρ. μέτρα καὶ σταθμά, ποιῶ ψευδῆ μέτρα καὶ σταθμά, Διόδ. 1. 78· οὕτω παραποιησάμενος σφραγῖδα, κιβδηλεύσας, παραχαράξας (πρβλ. παράσημος), Θουκ. 1. 132· π. βίον ἀνθρώπου, διαφθείρω, Φιλόστρ. 83. 2) ὀλίγον μεταβάλλω, τὸ ὄνομα Παυσ. 5. 10, 1, κτλ.· τὰ παραπεποιημένα = τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 11, 6. 3) ἀντιποιοῦμαί τι μεταβάλλων αὐτὸ ὀλίγον, ἀντιγράφω, μιμοῦμαι, «πολλὰ δὲ τῶν Ξάνθου παραπεποίηκεν ὁ Στησίχορος, ὥσπερ καὶ τὴν Ὀρέστειαν καλουμένην» Ἀθήν. 513Α· ἔστι δὲ τὸ ‘βάλλ’ ἐς κόρακας’ παρ’ ὑπόνοιαν παραποιηθὲν ‘ἐκ τοῦ βάλλ’ ἐς μακαρίαν’ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 782. ΙΙ. εἰσάγω ὡς ἐπεισόδιον εἴς τι ποίημα, κατὰ (= καθ’ ἃ) παρεποίησε (κατὰ τὸν Δινδ. ἀντὶ κατὰ γὰρ ἐποίησε), Ἡρόδ. 2. 116. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραποιεῖν· παραπράττειν» καὶ «παραποιήσασθαι· παρασφραγῖσαι».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire d’une manière malveillante ; imiter pour ridiculiser;
Moy. παραποιέομαι-οῦμαι imiter ou contrefaire pour soi.
Étymologie: παρά, ποιέω.

Greek Monotonic

παραποιέω: μέλ. -ήσω·
1. νοθεύω, διαστρεβλώνω — Μέσ., παραποιησάμενος σφραγῖδα, έχοντας φτιάξει πλαστή σφραγίδα, σε Θουκ.
2. αλλάζω ελαφρώς ή λίγο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

παραποιέω:
1) тж. med. подделывать (μέτρα καὶ σταθμά Diod.; med. σφραγῖδα Thuc.);
2) искажать, передразнивать: ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα Arst. сочиненные для смеха пародии.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-ποιέω anders maken; med. namaken; overdr. subst. τὰ παραπεποιημένα woordspelingen.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to make falsely: Mid., παραποιησάμενος σφραγῖδα having got a false seal made, Thuc.
2. to alter slightly, Arist.