ἀθυμία

From LSJ
Revision as of 23:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῡμία Medium diacritics: ἀθυμία Low diacritics: αθυμία Capitals: ΑΘΥΜΙΑ
Transliteration A: athymía Transliteration B: athymia Transliteration C: athymia Beta Code: a)qumi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A lack of spirit, Hp.Aër.16; faintheartedness, despondency, Hdt.1.37, E.HF552; εἰς ἀ. καθιστάναι or ἐμβάλλειν τινά Pl.Lg.731a, Aeschin.3.177; ἀ. παρέχειν τινί X.Cyr.4.1.8; εἰς ἀ. καταστῆναι Lys.12.3; ἐν πάσῃ ἀ. εἶναι X.HG6.2.24; ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant.237; ἀ. ἐμπίπτει τινί X.Mem.3.12.6: pl., ἀ. ἢ φόβοι Arist.Pr.954a23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῡμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, ἀδημονία, λύπη, ἀπελπισία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ἀντ. 237, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 551· εἰς ἀθ. καθιστάναι ἢ ἐμβάλλειν τινά, Πλάτ. Νόμ. 731Α, Αἰσχίν. 79. 12· ἀθ. παρέχειν τινί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 8· εἰς ἀθ. καταστῆναι, Λυσ. 120, 23· ἐν ἀθ. εἶναι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 24· ἀθυμίαν ἔχειν, Σοφ. ἔνθ’ ἄνωτ., Ξενοφ. ― ἀθ. ἐμπίπτει τινί, Ξεν. Ἀπομ. 3. 12, 6: ― πληθ., ἀθ. καὶ φόβοι, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
découragement, inquiétude.
Étymologie: ἄθυμος.

Spanish (DGE)

(ἀθῡμία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aër.16
1 pusilanimidad, falta de coraje ἀ. τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνανδρείη Hp.l.c., οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδὼν οὔτε ἀθυμίην Hdt.1.37, cf. Plot.2.3.11.
2 desánimo, desaliento εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Pl.Lg.731a, cf. Aeschin.3.177, 1Ep.Clem.46.9, D.C.49.7.3, ἀθυμίαν ... πλείστην παρεῖχε πᾶσιν X.Cyr.4.1.8, εἰς ἀθυμίαν καταστῆναι Lys.12.3, (αὐτούς) τοῦ πλήθους τῶν ἀπολωλότων εἰς ἀθυμίαν ἄγοντος Plb.10.14.6, ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.HG 6.2.24, ἐν πολλῇ εἶναι ἀθυμίᾳ BGU 728.8 (biz.), ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant.237, λήθη ... καὶ ἀθυμία ... πολλοῖς ... εἰς τὴν διάνοιαν ἐμπίπτουσιν X.Mem.3.12.6, μήτε ἀθυμίᾳ τοιαύτῃ δῷς σεαυτόν Luc.Asin.39, ἐγένετό τις ἀ. τῆς ψυχῆς Plb.30.32.10, ἀ. πολλή μοι ἐστίν T.Abr.A 20, πόθεν δ' ἐς ὑμᾶς ἥδ' ἐσῆλθ' ἀθυμία E.HF 552, ὑπὸ τῆς ἀθυμίας μετήλλαχεν τὸν βίον se murió de pena, UPZ 19.14 (II a.C.).

Greek Monotonic

ἀθῡμία: Ιων. -ίη, , έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά, σε Πλάτ.· ἀθυμίαν παρέχειν τινί, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ εἶναι, στον ίδ.· ἀθυμία ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀθῡμία: ион. ἀθῡμίη ἡ
1) упадок духа, уныние, отчаяние, подавленность, тревога: ἀθυμίαν ἔχειν ἀντί τινος Soph. впасть в отчаяние от чего-л.; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι Xen. совершенно пасть духом; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Plat. или ἐμβαλεῖν τινα Aeschin. привести кого-л. в уныние;
2) малодушие, робость (ἀθυμίαι καὶ φόβοι Arst.).

Middle Liddell

[from ἀθυμέω
want of heart, faintheartedness, Hdt., Soph., etc.; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά Plat.; ἀθυμίαν παρέχειν τινί Xen.; ἐν ἀθυμίαι εἶναι Xen.; ἀθυμία ἐμπίπτει τινί Xen.