συνάμα

From LSJ
Revision as of 20:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάμᾰ Medium diacritics: συνάμα Low diacritics: συνάμα Capitals: ΣΥΝΑΜΑ
Transliteration A: synáma Transliteration B: synama Transliteration C: synama Beta Code: suna/ma

English (LSJ)

Adv. for σὺν ἅμα,

   A together, AP7.9 (Damag), Luc.Pisc.51, Bis Acc.11, etc.; τισι with them, Theoc.25.126; freq. in tmesi: συνάμα is dub.l. in S.Ichn.70 (lyr.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σύναμα Α
συγχρόνως, μαζί (α. «συνάμα ήρθε κι αυτός» β. «τοῑς δὲ τριηκόσιοι ταῡροι σύναμ' ἐστιχόωντο», Θεόκρ.)
αρχ.
μόλις, ευθύς ως («σύναμα τῷ βραχεῑαν ἰδεῑν αἵματος ῥύσιν ὠχριᾷ», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σύναμα < σύν + ἅμα].

Greek Monotonic

συνάμᾰ: επίρρ. αντί σὺν ἅμα, μαζί, συγχρόνως, από κοινού, σε Ανθ., Λουκ.· τινί, με κάποιον, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνάμᾰ [σύν, ἅμα] adv., tegelijk, tezamen.

Middle Liddell

[adverb for σὺν ἅμα]
together, Anth., Luc.; τινί with one, Theocr.