γα

From LSJ
Revision as of 19:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰ Medium diacritics: γα Low diacritics: γα Capitals: ΓΑ
Transliteration A: ga Transliteration B: ga Transliteration C: ga Beta Code: ga

English (LSJ)

Dor. for γε, Ar.Ach.775, etc.; cf. εγωγα, τύγα.

German (Pape)

[Seite 469] dor. statt γε, Ar. Lys. 205 u. öfter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γα Boeot. en Dor. voor γε.

Russian (Dvoretsky)

γᾰ: дор. = γε.

Frisk Etymological English

See also: s. γε

Greek Monolingual

(I)
γα (μόριο) (δωρ. τ.) (Α)
γε.
(II)
ο τρίτος φθόγγος στην κλίμακα της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος προς το φα της ευρωπαϊκής.
(III)
γᾱ, η (δωρ. και αιολ. τ.) (Α)
γη.

Greek Monotonic

γᾰ: Δωρ. αντί γε.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰ: Δωρ. ἀντὶ τοῦ γε, Ἀριστοφ. Λυσ. 82, κτλ· ὡς ἐν συνθέτ. ἐγωγα, τύγα· ἀκριβῶς ὡς κα εἶναι Δωρ, ἀντὶ τοῦ κε.

Frisk Etymology German

γα: {ga}
See also: dor. usw. für γε, s. d.
Page 1,280