ἐπιλησμονή
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ἡ,
A forgetfulness, Cratin.410 ap.Sch.Ar.Nu.788, LXX Si.11.27; ἀκροατὴς -λησμονῆς Ep.Jac.1.25:—also ἐπιλησμονείη (sic), Hsch., and ἐπιλήσμη Alex.315.
German (Pape)
[Seite 958] ἡ, dasselbe, N. T., LXX.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
oubli.
Étymologie: ἐπιλήσμων.
English (Strong)
from a derivative of ἐπιλανθάνομαι; negligence: X forgetful.
English (Thayer)
ἐπιλησμονῆς, ἡ (ἐπιλήσμων forgetful (Winer s Grammar, 93 (89))), forgetfulness: ἀκροατής ἐπιλησμονῆς, a forgetful hearer (cf. Winer s Grammar, § 34,3b.; Buttmann, 161 (140)), Sirach 11:27 (25).)
Greek Monolingual
ἐπιλησμονή, ἡ (AM) (Α και ἐπιλησμονείη) επιλήσμων
λησμονιά.
Greek Monotonic
ἐπιλησμονή: ἡ, έλλειψη μνήμης, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἐπιλησμονή, ἡ,
forgetfulness, NTest. [from ἐπιλήσμων
Chinese
原文音譯:™pilhsmon» 誒披-累士摩尼
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在上-忘記
字義溯源:疏忽,健忘,忘記,忘;源自(ἐπιλανθάνομαι)=管轄,忘記);由(ἐπί)*=在⋯上)與(λανθάνω)*=隱藏)組成
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 忘記的(1) 雅1:25