θηλάζω

From LSJ
Revision as of 13:43, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλάζω Medium diacritics: θηλάζω Low diacritics: θηλάζω Capitals: ΘΗΛΑΖΩ
Transliteration A: thēlázō Transliteration B: thēlazō Transliteration C: thilazo Beta Code: qhla/zw

English (LSJ)

Dor. aor. 1

   A ἐθήλαξα Theoc.3.16 (v.l. -αζε): (θηλή):    I of the mother or nurse, suckle, Phryn.Com.29, Lys.1.9, Arist.HA576b10: abs., give suck, οἱ μαστοί, οἳ οὐκ ἐθήλασαν Ev.Luc.23.29:—also in Med., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Pl.R.460d, cf. Arist.HA566b17; οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι Id.GA777a13, cf. IG5(2).514.12 (Lycosura):—Pass., to be sucked, ὁ δελφὶς… θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arist.HA504b25.    II of the young animal, suck, Id.GA733b29, etc.; ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι Id.HA578a22; θηλάζων χοῖρος a sucking pig, Theoc.14.15; seldom of an infant, Orph.Fr.49.87.    2 c. acc., λεαίνας μασδὸν ἐθήλαξεν Theoc.3.16; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist.HA577b16. (Written θελάσζ- PSI4.368.19 (iii B.C.).)

German (Pape)

[Seite 1207] säu gen, nach VLL. ion. für θηλὴν διδόναι; von der Mutter, τὸ παιδίον Lys. 1, 9; von der Amme, Poll. 2, 163; vgl. Phryn. com. B. A. 99; von Thieren, Arist. H. A. 6, 23, Plut.; von der Brust selbst, N. T. – Med. nach den Gramm. (vgl. Phot. u. B. A. 99) saugen; aber Plat. Rep. V, 460 d ist zweifelhaft; Theocr. 3, 16 hat in dieser Bdtg μάσδον ἐθήλαξεν, wie θηλάζοντα χοῖρον 14, 15; vgl. Plut. Rom. 6 Luc. Soloec. 4; ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Arist. H. A. 6, 23; pass., γάλα θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων 2, 13; gener. an. 4, 5 heißen die Mütter αἱ θηλαζόμεναι; Plut. Rom. 4 sagt τοῖς βρέφεσι θηλάζεσθαι = θηλὴν ἐπέχειν.

Greek (Liddell-Scott)

θηλάζω: μέλλ. -άσω (ᾰ), Δωρ. -άξω· (θηλή). Ι. ἐπὶ τῆς μητρός, «βυζαίνω», παρέχω γάλα, Λατ. lactare, ἐπὶ τῆς μητρὸς ἢ τροφοῦ, Φρύν. Κωμ. ἐν Μονοτρ. 10, Λυσ. 92. 29· ἀπολύτ., παρέχω εἰς θηλασμόν, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 22, 11· καὶ μαστοί, οἳ οὔ ποτε ἐθήλασαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 29· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ., ἐπιμελεῖσθαι, ὅπως μέτριον χρόνον θηλάσονται Πλάτ. Πολ. 460D, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 12, 4· οὐ συλλαμβάνουσι θηλαζόμεναι ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 4. 8, 15, πρβλ. Ι. Ζ. 6. 33, 2. ― Παθ., «βυζαίνομαι», ὁ δελφὶς... θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων αὐτόθι 2. 13, 3, πρβλ. 6. 12, 8. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ νεογνοῦ ζῴου, μυζῶ, «βυζαίνω», Λατ. lactere, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 2. 1, 28., 5. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἐλέφαντος ὁ σκύμνος θ. τῷ στόματι ὁ αὐτ. Ι. Ζ. 6. 27· θηλάζων χοῖρος, γαλαθηνὸν χοιρίδιον, Θεόκρ. 14. 15. 2) μετ’ αἰτ., μασδὸν ἐθήλαξεν ὁ αὐτ. 3. 16· ἐὰν μὴ τύχῃ τεθηλακὼς ὁ ὄνος ἵππον Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 23, 7, πρβλ. 9. 30, 3.

French (Bailly abrégé)

1 donner à téter, allaiter ; fig. abreuver de lait ; adoucir;
2 téter, acc.;
Moy. θηλάζομαι donner à téter, allaiter.
Étymologie: θηλή.

English (Strong)

from thele (the nipple); to suckle, (by implication) to suck: (give) suck(-ling).

English (Thayer)

1st aorist ἐθήλασα; (θηλή a breast (cf. Peile, Etym., p. 124 f));
1. transitive, to give the breast, give suck, to suckle: Lysias, Aristotle, others; the Sept. for הֵינִיק); μαστοί ἐθήλασαν, R G.
2. intransitive, to suck: Aristotle, Plato, Lucian, others; the Sept. for יָנַק); μαστούς, Theocritus, 3:16.

Greek Monolingual

θηλάζω)
1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της»)
2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή του μαστού, βυζαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή.
ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια
αρχ.
θηλαμών
νεοελλ.
θηλαστικός, θήλαστρο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό)
αποθηλάζω
αρχ.
αναθηλάζω, εκθηλάζω, παραθηλάζω].

Greek Monotonic

θηλάζω: μέλ. -άσω, Δωρ. -άξω (θηλή
I. λέγεται για τη μητέρα, θηλάζω, Λατ. lactare, Λυσίας, σε Καινή Διαθήκη
II. λέγεται για τα νέα ζώα, βυζαίνω, Λατ. lactere· θηλάζων χοῖρος, το γουρούνι που θηλάζει, σε Θεόκρ.· με αιτ., μασδὸν ἐθήλαξεν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θηλάζω:
1) тж. med. кормить грудью (τὸ παιδίον Lys.; λύκαινα θελαζομένη Plut.): αἱ θηλαζόμεναι Arst. и αἱ θηλάζουσαι NT кормящие матери;
2) (о детях и детенышах) сосать (φώκη θηλάζεται ὑπὸ τῶν τέκνων Arst.): οἱ θηλάζοντες и τὰ θηλάζοντα NT грудные младенцы; θηλάζων χοῖρος Theocr. молочный поросенок.

Middle Liddell

θηλάζω, θηλή
I. of the mother, to suckle, Lat. lactare, Lys., NTest.
II. of the young animal, to suck, Lat. lactere; θηλάζων χοῖρος a sucking pig, Theocr.: c. acc., μασδὸν ἐθήλαξεν Theocr.

Chinese

原文音譯:qhl£zw 帖拉索
詞類次數:動詞(6)
原文字根:乳頭(化)
字義溯源:哺奶,餵奶,喫奶,養,乳養,奶孩子;源自(θηλάζω)X*=乳頭)
出現次數:總共(5);太(2);可(1);路(2)
譯字彙編
1) 奶孩子的(2) 太24:19; 可13:17;
2) 餵奶(1) 路21:23;
3) 養你的(1) 路11:27;
4) 喫奶的(1) 太21:16