δοκιμή

From LSJ
Revision as of 15:01, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοκῐμή Medium diacritics: δοκιμή Low diacritics: δοκιμή Capitals: ΔΟΚΙΜΗ
Transliteration A: dokimḗ Transliteration B: dokimē Transliteration C: dokimi Beta Code: dokimh/

English (LSJ)

ἡ,

   A proof, test, interpol. in Dsc.4.184.    2 tried or approved character, Ep.Phil.2.22, cf. 2 Ep.Cor. 2.9.

German (Pape)

[Seite 653] ἡ, Prüfung, Probe, N. T., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δοκιμή: ἡ, δοκιμασία, ἐξέτασις, Διοσκ. 4. 186. 2) χαρακτὴρ δεδοκιμασμένος, Λατ. probitas, Κ. Δ. Ἐπ. π. Φιλ. β΄, 22, πρβλ. 2 π. Κορ. β΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 épreuve, essai, expérience;
2 indice probant, preuve;
3 caractère éprouvé, fidélité ou foi éprouvée.
Étymologie: δόκιμος.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 piedra de toque ὡς δοκιμὴν ἀργυρίου Sm.Ps.67.31
prueba, demostración ἡ δὲ δ. τοιαύτη Dsc.4.184 (cód.), ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως 2Ep.Cor.8.2, ἐπεὶ δοκιμὴν ζητεῖτε τοῦ ἐν ἐμοὶ λαλοῦντος Χριστοῦ ya que buscáis una prueba de que Cristo habla en mí 2Ep.Cor.13.3, cf. Gr.Naz.M.35.464B, διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου δοκιμῆς Eus.DE 3.6, cf. Hom.Clem.3.3, Cat.Cod.Astr.10.67.7
c. el sent. crist. de prueba, aflicción enviada por Dios para probar la fe χήρα ἐν δοκιμῇ πολλῇ Pion.V.Polyc.27.
2 virtud probada, entereza τὴν δοκιμὴν αὐτοῦ γινώσκετε de Timoteo Ep.Phil.2.22, ἡ δ' ὑπομονὴ δοκιμήν (κατεργάζεται), ἡ δὲ δ. ἐλπίδα Ep.Rom.5.4, cf. 2Ep.Cor.2.9.
3 aprobación μετὰ δοκιμῆς ἐπιδεῖξαι τὸ ὑποκείμενον Lyd.Mag.3.2.

English (Strong)

from the same as δόκιμος; test (abstractly or concretely); by implication, trustiness: experience(-riment), proof, trial.

English (Thayer)

δοκιμῆς, ἡ (dokimos];);
1. in an active sense, a proving, trial: θλίψεως, through affliction, approvedness, tried character: τῆς διακονίας, exhibited in the contribution, a specimen of (Dioscorides (100 A.D.>?) 4,186 (183); occasionally in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

η (AM δοκιμή) δόκιμος
1. δοκιμασία, εξέταση, έλεγχος
2. απόδειξη
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση συναυλίας, θεατρικού έργου κ.λπ. για την αρτιότερη προετοιμασία του, πρόβα
2. έλεγχος ενδυμάτων, υποδημάτων κ.λπ. από τον αγοραστή για την καταλληλότητά τους
3. επαλήθευση, έλεγχος μαθηματικών πράξεων
4. φυσική ή χημική εξέταση για να προσδιοριστούν οι ιδιότητες κάποιου σώματος
5. δοκιμαστικός έλεγχος μηχανής ή συσκευής για να κριθεί η κατασκευή και η αντοχή της
μσν.- νεοελλ.
απόπειρα
μσν.
1. τέχνασμα
2. πραγμάτωση, πραγματοποίηση
αρχ.
δοκιμασμένος χαρακτήρας.

Greek Monotonic

δοκιμή: ἡ, απόδειξη, δοκιμασία, εξέταση, δοκιμασμένος χαρακτήρας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

δοκῐμή:
1) испытание, бедствие (ἐν πολλῇ δοκιμῇ θλίψεως NT);
2) проверка, доказательство (δοκιμὴν ζητεῖν τινος NT): ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν NT чтобы мне испытать вас.

Middle Liddell

n
a proof, test: tried character, NTest. [from δόκιμος

Chinese

原文音譯:dokim» 多企姆
詞類次數:名詞(7)
原文字根:看來好像(的)
字義溯源:考驗,嚴酷的考驗,試煉,審訊,認可,品質,明證,憑據,老練;源自(δόκιμος)=可接受的);而 (δόκιμος)出自(δοκέω)*=想)
出現次數:總共(7);羅(2);林後(4);腓(1)
譯字彙編
1) 明證(2) 林後9:13; 腓2:22;
2) 老練(2) 羅5:4; 羅5:4;
3) 憑據(1) 林後13:3;
4) 試煉(1) 林後8:2;
5) 試驗(1) 林後2:9