θεομάχος

From LSJ
Revision as of 09:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομάχος Medium diacritics: θεομάχος Low diacritics: θεομάχος Capitals: ΘΕΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: theomáchos Transliteration B: theomachos Transliteration C: theomachos Beta Code: qeoma/xos

English (LSJ)

ον,

   A fighting against God, Γίγαντες Scymn.637, cf. Act.Ap.5.39, Luc.JTr. 45, Vett.Val.331.12.

German (Pape)

[Seite 1196] gegen Gott streitend; Luc. Iov. Tr. 45; N. T; ἀπόνοια Heraclid. alleg. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θεομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος ἐναντίον τοῦ θεοῦ, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 39, Λουκ. Διῒ Τρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre la divinité.
Étymologie: θεός, μάχομαι.

English (Strong)

from θεός and μάχομαι; an opponent of deity: to fight against God.

English (Thayer)

θεομάχου, ὁ (Θεός and μάχομαι), fighting against God, resisting God: Heracl. Pont. alleg. Homer. 1; Lucian, Jup. tr. 45.)

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, -ον)
αυτός που μάχεται κατά του θεού (ή τών θεών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο-μάχος, πρό-μαχος].

Greek Monotonic

θεομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θεομάχος: (ᾰ) борющийся с богами, ведущий борьбу против божества Luc., NT.

Middle Liddell

θεο-μάχος, ον μάχομαι
fighting against God, NTest., Luc.

Chinese

原文音譯:qeÒmacoj 帖哦-馬何士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:神(安置者)-爭戰(者)
字義溯源:神的對手,抵抗神,攻擊神;由(θεός)*=神)與(μάχομαι)*=戰爭)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 你們⋯攻擊神(1) 徒5:39