καταφρονητής

From LSJ
Revision as of 16:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφρονητής Medium diacritics: καταφρονητής Low diacritics: καταφρονητής Capitals: ΚΑΤΑΦΡΟΝΗΤΗΣ
Transliteration A: kataphronētḗs Transliteration B: kataphronētēs Transliteration C: katafronitis Beta Code: katafronhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A despiser, νόμων Arr.Epict.4.7.33; θανάτου Plu.Brut.12; πλούτου J.BJ2.8.3: abs., LXX Hb.1.5, Ze.3.4, Vett.Val.47.33.

Greek (Liddell-Scott)

καταφρονητής: -οῦ, ὁ, ὁ καταφρονῶν, ἀντίθ, τῷ θαυμαστής, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 8, 3· εὐλαβεῖς καὶ μὴ καταφρονητὰς τοὺς υἱοὺς ποιήσατε Νείλ. Ἐπιστολ. σ. 267.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui méprise, contempteur de, gén..
Étymologie: καταφρονέω.

English (Thayer)

καταφρονητου, ὁ (καταφρονέω), a despiser: Philo, leg. ad Gaium § 41; Josephus, Antiquities 6,14, 4; b. j. 2,8, 3; Plutarch, Brut. 12, and in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

και καταφρονετής, ό, θηλ. καταφρονήτρια (AM καταφρονητής) καταφρονώ
αυτός που καταφρονεί, που περιφρονεί
μσν.
ασεβής.

Greek Monotonic

καταφρονητής: -οῦ, ὁ, αυτός που περιφρονεί, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφρονητής -οῦ, ὁ [καταφρονέω] minachter:. θανάτου van de dood Plut. Br. 12.1.

Russian (Dvoretsky)

καταφρονητής: οῦ ὁ презиратель Plut., NT.

Middle Liddell

καταφρονητής, οῦ, [from καταφρονέω
a despiser, Plut.

Chinese

原文音譯:katafronht»j 卡他-弗羅尼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-意向(者)
字義溯源:輕慢者,嘲笑者;源自(καταφρονέω)=有反感),由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
同源字:1) (καταφρονέω)有反感,輕視 2) (καταφρονητής)輕慢者 3) (φρονέω)想著
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 輕慢的人(1) 徒13:41