обитать
Russian > Greek
ἐπισκηνόω ;; πολεύω ;; ἐνδημέω ;; ἐνδιάω ;; ἐνδιαιτάομαι ;; ἐνδιαιτέομαι ;; ναιετάω ;; ναίω ;; ἐγκατοικέω ;; ἀμφινέμομαι ;; διαιτάω ;; οἰκέω ;; οἰκείω ;; κατοικέω ;; εἰσοικέω ;; ἐσοικέω ;; ἐνναίω ;; οἰκετεύω ;; ἐνοικέω ;; ἐγκατοικίζω ;; ὑποκάθημαι ;; ὑποκάτημαι ;; ἐνέζομαι ;; καταναίω ;; κλίνω ;; ἐνιαύω ;; ἐπινέμω ;; νέμω ;; κατέχω