mad
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. μανιώδης, ἔμπληκτος, ἀπόπληκτος, Ar. and P. ἐμβρόντητος, παραπλήξ, μανικός, P. ἔκφρων, V. ἐμμανής (Plato also but rare P.), μάργος (also Plato but rare P.), μαργῶν, λυσσώδης, ἐπιβρόντητος, μανιάς, παράκοπος φρενῶν, οἰστροπλήξ, Ar. and V. παραπεπληγμένος. Also with fem. substantive; V. μαινάς, δρομάς; see also foolish.
Of things: P. and V. μανιώδης, Ar. and P. μανικός; see also foolish.
mad words: V. λόγοι ἔξεδροι φρενῶν (Eur., Hippolytus 935).
driven mad by the gods: V. θεομανής.
mad for battle, adj.: V. δοριμανής.
be mad for, v.: see long for.
be mad: P. and V. οὐ φρονεῖν, ἐξίστασθαι, παραφρονεῖν, παρανοεῖν, παραλλάσσειν, μαίνεσθαι, P. τετυφῶσθαι (perf. pass. of τυφοῦν).
be frantic: P. and V. λυσσᾶν (Plato but rare P.), βακχεύειν (Plato), οἰστρᾶν (Plato), ἐκβακχεύεσθαι (Plato), ἐνθουσιᾶν (Plato), P. ἐνθουσιάζειν (Plato), V. ἐκμαργοῦσθαι, βακχᾶν, μαργαίνειν (Aesch., Fragment), Ar. and V. ἀλύειν.