envelop
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
shut in: P. and V. εἴργειν, κατείργειν, ἐγκλῄειν, V. συνείργειν.
surround: P. and V. κυκλοῦσθαι, περιβάλλειν, V. ἀμπέχειν, ἀμφιβάλλειν, περιπτύσσειν.
envelop (an enemy): P. and V. κυκλοῦσθαι, P. περικλῄειν (or mid.).
cover: Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.). πυκάζειν, P. and V. περικαλύπτειν; see cover.
enveloped in a cloak: Ar. and P. ἀμπεχόμενος.