Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
P. καρτερία, ἡ, καρτέρησις, ἡ.
obstinacy: P. αὐθάδεια, ἡ, Ar. and V. αὐθαδία, ἡ.