ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: ὀξῠπικρος | Medium diacritics: ὀξύπικρος | Low diacritics: οξύπικρος | Capitals: ΟΞΥΠΙΚΡΟΣ |
Transliteration A: oxýpikros | Transliteration B: oxypikros | Transliteration C: oksypikros | Beta Code: o)cu/pikros |
ον,
A keen, smarting, Hsch. s.v. ὀξυπευκές; = acidus, Gloss.
[Seite 353] scharfbitter, VLL.
ὀξύπικρος: -ον, ὀξὺς καὶ πικρός, δριμύς, Ἡσύχ. ἐν λ. ὀξυπευκές.
-η, -ο (Α ὀξύπικρος, -ον)
ξινός και πικρός μαζί, ξινόπικρος.