γίννος
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
English (LSJ)
or γιννός, ὁ, alleged offspring of mare by mule, Arist.HA 577b25, cf. GA748b34;
A small mule, Str.4.6.2; hinny, Hsch.; γῖνος IG12(1).677.23 (Ialysus).
Greek (Liddell-Scott)
γίννος: ὁ, ἀνάπηρος, ἀτελὴς ἡμίονος, μικρὸς ἡμίονος (ὀρεύς), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 24, 2, πρβλ. Γεν. Ζ. 2. 8, 24, Varro R. R. 2. 8, Plin N. H. 8. 69· - γραφόμενον γῖνος ἐν Ροδ. Ἐπιγραφ. (Trans. of R. Soc. of Lit. 11. μέρος 3. σ. 9), ὅπερ δικαιολογεῖ τὸν τύπον γῖννος ἐν τοῖς χειρογρ. τοῦ Ἀριστ. Πρὸς τὸ ἴννος ἐν τῷ Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 790, πρβλ. τὸ Λατ. hinnus.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): γῖνος IG 12(1).677.23 (Yaliso III a.C.)
mulo enano o caballería de poca alzada Arist.GA 747b25
•por una mala gestación de cualquier caballería, Arist.GA 748b35, HA 577b25, cf. IG l.c., Plin.HN 8.174, Str.4.6.2, Mart.6.77.7, Phlp.in GA 129.21.
Greek Monolingual
και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου
αρχ.
1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου
2. μικρόσωμος ημίονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο τ. ίννος, ενώ άλλοι δεν αποκλείουν κάποια σχέση με το ρ. γίγνομαι / γίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
γίννος: ὁ, v. l. γῖννος, γιννός, γῖνος, ἵννος, ἴννος и др. увечный или больной мул (γ. ἐστὶ ἡμίονος ἀνάπηρος Arst.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: offspring of a mare by a mule (Arist.)
Other forms: also γινος (Ialysos). The accent. γίννος, γιννός and γῖνος is given: LSJ + Supp. Also ἰννός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. See DELG. The forms without γ- or with υ may well be late. But hardly from γίγνομαι. Prob. a Pre-Greek word. Cf. ὄνιννος.
Frisk Etymology German
γίννος: {gínnos}
Grammar: m.
Meaning: Bez. des Maulesels (Arist., Str., H.), auch γινος (Ialysos).
Etymology : Fremdwort unbekannten Ursprungs. Vgl. zu ὄνιννος.
Page 1,309