δαπανητικός
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ή, όν,
A consuming, δύναμις Philagr. ap. Aët.12.67, cf. Iamb.Myst.2.5. Adv. -κῶς extravagantly, βιοῦν S.E.P.1.230.
German (Pape)
[Seite 522] aufzehrend , aufreibend, Sp. z. B. φάρμακον. – Adv., Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰπᾰνητικός: -ή, -όν, φθείρων, καταστρέφων, φάρμακον δ. θυμοῦ Ἀέτ. 14Α. ― Ἐπίρρ. –κῶς, ἀσώτως, βιῶναι Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 230.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que consume, que agota δ. καὶ ἀναξηραντικὴ ... δύναμις Philagr. en Aët.12.67, δ. τῶν καθομιλούντων παθῶν ἐγκράτεια Gr.Nyss.V.Mos.97.9, (πῦρ) δ. ἐστι τῶν φυλασσόντων τέως Basil.Hex.1.7, cf. 2.4, τοῦ πυρὸς τούτου δαπανητικωτέραν ... φλόγα una llama más voraz que ese fuego Chrys.M.60.448, γαστὴρ δέ, καμίνου πάσης δαπανητικωτέρα Chrys.M.57.356
•en or. nominal concordando en neutr. c. abstr. δαπανητικὸν γὰρ πλούτου ἡ θεραπεία τῶν δεομένων pues es gasto de riqueza el cuidado de los necesitados Basil.M.31.281B
•subst. τὸ δ. destrucción τὸ δ. τῆς ὕλης Iambl.Myst.2.5, cf. Gr.Naz.M.36.128A, Chrys.M.60.559, Nil.M.79.320D.
2 adv. -ῶς pródigamente βιοῦν S.E.P.1.230.
Greek Monolingual
δαπανητικός, -ή, -όν (Α) δαπανώ
Ι. 1. όποιος δαπανά ή καταναλίσκει κάτι
2. σπάταλος
3. το ουδ. ως ουσ. το δαπανητικόν
καταστροφή, φθορά
II. επίρρ. δαπανητικῶς
με τρόπο δαπανηρό, με μεγάλες δαπάνες, άσωτα.