διφθέρα

From LSJ
Revision as of 18:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφθέρα Medium diacritics: διφθέρα Low diacritics: διφθέρα Capitals: ΔΙΦΘΕΡΑ
Transliteration A: diphthéra Transliteration B: diphthera Transliteration C: difthera Beta Code: difqe/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A prepared hide, piece of leather, Hdt.1.194; ἐκ διφθερέων πεποιημέναι κυνέαι Id.7.77; διφθέραι, opp. δέρρεις (hides), Th.2.75; of a drum, Hero Aut.20.4; esp. as writing-material, τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Hdt.5.58; δ. μελαγγραφεῖς E.Fr.627; δ. βασιλικαί, of Persian records, Ctes. ap. D.S.2.32; δ. ἱεραί, at Carthage, Plu.2.942c; χαλκαῖ δ., ib. 297a, cf. Sch.Il.1.175: prov., ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Diogenian.3.2; used for bindings, διφθέρας περιβάλλειν (sc. βιβλίοις) Luc.Ind.16.    II anything made of leather, leathern jerkin, Ar.Nu.72, Pl.Cri.53d, SIG 1259.6 (iv B. C.), Men.Epit.12, Luc. Tim.6,38, Arr.An.7.9.2, etc.; properly, of goatskin, opp. μηλωτή, Ammon.Diff.p.44 V.    2 wallet, bag, X.An.5.2.12, Lib.Or.58.5.    3 pl., skins used as tents, X.An. 1.5.10, Phylarch.41 J.

German (Pape)

[Seite 644] ἡ (δέρω?), die abgezogene u. zubereitete Thierhaut, Fell, Leder; Plat. Crit. 53 d; Thuc. 2, 75 u. A. Nach Ammon. bes. von Ziegenfellen. Alles aus Fellen Gemachte; – a) eine Art rohes Pergaments, vor Erfindung des Papiers gebräuchlich, u. Bücher daraus, Her. 5, 58; αἱ βασιλικαὶ δ., die königlichen Urkunden, aus denen Ktesias schöpfte, D. Sic. 2, 32; χαλκαῖ δ. Plut. quaest. gr. 25; sprichwörtlich ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις, von Diogen. 3, 2 auf die διφθέρα des Zeus bezogen, von der es Zenob. 4, 11 heißt Ζεὺς κατεῖδε χρόνιος εἰς τὰς διφθέρας, denn Zeus verzeichnet alle Thaten der Menschen, vgl. Schol. Il. 1, 175. – b) Kleider aus Fellen, wie sie Aermere, bes. Landleute trugen, Ar. Nubb. 72; Luc. Tim. 38; Ath. XIV, 657 d. – c) lederne Zeltdecken, Zelte, Ath. XII, 539 c; Xen. An. 1, 5, 10. 2, 4, 28, wo, wie Arr. An. 3, 29, 8, Schläuche zum Uebersetzen über einen Fluß daraus gemacht werden. – d) lederne Ranzen, Xen. An. 5, 2, 12.

Greek (Liddell-Scott)

διφθέρα: ἡ, (δέφω) δέρμα κατειργασμένον, «πετζί», τεμάχιον δέρματος, Ἡρόδ. 1. 194 κ. ἀλλ.· διφθέραι ῥητῶς ἀντιτίθενται πρὸς τὰς δέρρεις (δοραὶ ἀκατέργαστοι καὶ μετὰ τῶν τριχῶν), Θουκ. 2. 75· -αἱ διφθέραι ἐχρησίμευον ὡς χάρτης διὰ γραφὴν κατὰ τοὺς ἀρχαίους χρόνους, πρὶν εἰσαχθῇ ὁ πάπυρος· καὶ τὸ ὄνομα διετηρήθη καὶ μετὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ ὑλικοῦ, τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες Ἡρόδ. 5. 58· δ. μελεγγραφεῖς Εὐρ. Ἀποσπ. 629· ὁ Κτησίας καλεῖ τὰ τῶν βασιλέων τῆς Περσίας χρονικά, δ. βασιλικάς, Διόδ. 2. 32· δ. ἱεραί, ἐν Καρχηδόνι, Πλούτ. 2. 942C· ἔτι δὲ καὶ χαλκαῖ δ., αὐτόθι 297A· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 175· παροιμ., ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Παροιμιογρ.· περιβάλλειν βιβλία διφθέρᾳ Λουκ. Ἀπαιδ. 16. ΙΙ. πᾶν ὅ,τι εἶνε κατεσκευασμένον ἐκ δερμάτων, δερμάτινον ἱμάτιον, οἷον ἐφόρουν οἱ χωρικοί, Ἀριστοφ. Νεφ. 72, Πλάτ. Κρίτωνι 53D, Λουκ. Τίμ. 6 καὶ 38, Ἀρρ. Ἀν. 7. 9, κτλ.· κυρίως ἐκ δερμάτων αἰγῶν κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μηλωτή, Ἀμμών. 2) πήρα, σάκκος, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 12. 3) κατὰ πληθ., δέρματα ἐν χρήσει ὡς σκηναί, Λατ. pelles, αὐτόθι 1. 5, 10, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 539C, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 77.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. peau apprêtée;
II. tout objet en peau :
1 vêtement de peau (pour les gens de la campagne et les esclaves);
2 tente ou abri de cuir;
3 sac de cuir;
4 sorte de parchemin pour écrire ; au plur. αἱ διφθέραι papiers écrits ; p. ext. διφθέραι χαλκαῖ PLUT plaques de cuivre (pour graver des caractères d’écriture).
Étymologie: DELG δέψω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Morfología: [jón. plu. gen. διφθερέων Hdt.7.77]
I 1cuero, piel curtida περιτείνουσι τούτοισι διφθέρας στεγαστρίδας Hdt.1.194, προκαλύμματα εἶχε δέρσεις καὶ διφθέρας Th.2.75, cf. Ar.V.444, Thphr.Char.4.15, Plu.Ant.47, Hero Aut.20.4, Hsch., ἐκ διφθερέων πεποιημέναι κυνέαι Hdt.7.77, κυνῶν διφθέραι Plu.2.276f.
2 elaborado como objetos diversos: pelliza gener. de piel de cabra διφθέραν ἐνημμένος Ar.Nu.72, δ. Πανόπτου pelliza del que todo lo ve (Argos), Ar.Ec.80, διφθέρας ὡς εὐτελεστά<τα>ς καὶ μὴ σισυρωτάς SIG 1259.6 (Atenas IV a.C.), διφθέραι ἀδόκιμοι IG 22.1627.406 (IV a.C.), ἐν διφθέραις τοὺς πολλοὺς νέμοντας Arr.An.7.9.2, cf. Pl.Cri.53d, Men.Epit.53, 152, Luc.Tim.6, 38, Myro 2, Ammon.Diff.141
funda de cuero διφθέρας περιβάλλειν (βιβλίοις) Luc.Ind.16, διφθέρα πορφυρᾶ Luc.Merc.Cond.41
saco de cuero, zurrón λίθων ἔχειν μεστὰς τὰς διφθέρας X.An.5.2.12, cf. Lib.Or.58.5, Hsch.
plu. pieles de cuero usadas como tienda X.An.1.5.10, διφθέραι ... ὑφ' αἷς ... ἐγυμνάζοντο Phylarch.41.
II como material para escribir
1 cuero, vitela, pergamino τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι ἀπὸ τοῦ παλαιοῦ οἱ Ἴωνες los jonios llaman desde antiguo a los libros vitelas Hdt.5.58, δ. μελεγγραφεῖς vitelas escritas E.Fr.627, cf. I.AI 3.271, IG 22.1121.29 (IV d.C.), POxy.3804.239 (VI d.C.), δ. βασιλικαί anales de cuero de los reyes persas Ctes.5, διφθέραι ἱεραί textos sagrados en cuero en Cartago, Plu.2.942c, prov. ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις Diogenian.1.3.2
página de un códice de pergamino, Afric.Cest.1.2.155.
2 gener. soporte para la escritura χαλκαὶ δ. tablillas de bronce Socr.Arg.5. • DMic.: di-pte-ra.

• Etimología: Prob. rel. δέψω, c. cierre de ε en ι, quizá deriv. de un neutr. *δεφσταρ, como νέκταρ; cf. ἡμέρα frente a ἦμαρ.

Greek Monolingual

η (AM διφθέρα)
1. δέρμα κατεργασμένο
2. κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιείται για γραφή
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»
(για τους κληρικούς) προτροπή να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το κείμενο προς αποφυγή σφαλμάτων και παραλείψεων
νεοελλ.
λεπιδόπτερο της οικογένειας τών νυκτιιδών
αρχ.
1. οτιδήποτε φτιαγμένο από κατεργασμένο δέρμα
2. δέρμα κατσίκας σε αντίθεση με τη μηλωτή (δέρμα προβάτου)
3. επενδύτης, κάπα
4. σάκος δερμάτινος
5. στον πληθ. δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές
6. φρ. «διφθέραι χαλκαῑ» — χάλκινες δέλτοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφθέρα συνδέθηκε με τα δέψω, δέφω (< διψτέρα) με κώφωση του -ε- σε -ι-. Δεν είναι γνωστός ο σχηματισμός της λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -- ενός ουδετέρου σε -(τ)αρ (πρβλ. ίκταρ, νέκταρ κ.ά.) κατά το ημέρα, ήμαρ.
ΠΑΡ. αρχ. διφθερίας, διφθέρινος, διφθερίς, διφθερίτις, διφθερούμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. διφθεροπώλης
νεοελλ.
διφθεροποιός].

Greek Monotonic

διφθέρα: ἡ (δέφω),·
I. κατεργασμένο δέρμα, βαμμένο πετσί, κομμάτι δέρματος, σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το δέρρις (ακατέργαστο και με τις τρίχες δέρμα), σε Θουκ.· οι διφθέραι χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη στα αρχ. χρόνια, πριν εμφανισθεί ο πάπυρος, σε Ηρόδ.
II. 1. δερμάτινο ιμάτιο όπως αυτό που φορούσαν οι χωρικοί, σε Αριστοφ., Πλάτ.
2. πορτοφόλι, τσάντα, σε Ξεν.
3. στον πληθ., δέρματα που χρησιμοποιούνταν ως σκηνές, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διφθέρα: ион. διφθέρη ἡ
1) (снятая и выделанная) кожа (διφθέραι αἰγέαι καὶ ὀϊέαι Her.; δέρρεις καὶ διφθέραι Thuc.);
2) шкура: διφθέραν ἐνημμένος Arph. одетый в (звериную) шкуру;
3) досл. кожа для письма, пергамент, перен. летопись, сочинение, книга (οἱ Ἴωνες τὰς βύβλους διφθέρας καλέουσι Her.; αἱ διφθέραι, ἐν αἷς οἱ Πέρσαι τὰς παλαιὰς πράξεις εἶχον συντεταγμένας Diod.);
4) перен. доска, таблица (ἐν διφθέραις χαλκαῖς γράψαι τι Plut.);
5) кожаный навес или шатер (διφθέρας ἔχειν στεγάσματα Xen.);
6) кожаный мешок (λίθων μεσταὶ αἱ διφθέραι Xen.; ἀναπτύσσειν τὴν διφθέραν Plut.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: prepared skin, hide, leather, also leather objects (Ion.-Att.);
Dialectal forms: Myc. diptera (diptera₃) leather \/diphthera\/; dipteraporo \/diphthera-phoros?\/
Derivatives: Diminut. διφθέριον (Theognost.); διφθερίς = διφθέρα (AP); διφθέρωμα id. (Thd.;); διφθερίας man in leathern jerkin, landmann etc. (Com.; Chantraine 93); f. διφθερῖτις (Poll.; Redard Les noms grecs en -της 114); διφθεράριος pergamentmaker (Edict. Diocl. Asin.); διφθέρινος made of δ., leathern (X.). - Denomin. διφθερόομαι be dressed in hides (Str.). Note διψάρα δέλτος, οἱ δε διφθέρα H. (cf Schwyzer 326).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To δέφω, δέψω (de Saussure MSL 7, 91). ε\/ι is frequent in Pre-Greek (there was no phoneme e). δίψαρα shows typical Pre-Greek variation. Fur. 308, 326. - On Iranian LW [loanword] from διφθέρα, i.e. NPers. daftar office, s. Bailey, Trans. Phil. Soc. 1933, 50. From here Lat. littera, perhaps via Etruscan (cf. διφθεραλοιφός γραμματοδιδάσκαλος παρὰ Κυπρίοις Η.)

Middle Liddell

διφθέρα, ἡ, n n δέφω
I. a prepared hide, tanned skin, piece of leather, Hdt.; opp. to δέρρις (an undressed hide), Thuc.:— διφθέραι were used for writing-material in ancient times, before papyrus came in, Hdt.
II. a leathern garment such as peasants wore, Ar., Plat.
2. a wallet, bag, Xen.
3. in pl. skins used as tents, Xen.

Frisk Etymology German

διφθέρα: {diphthéra}
Grammar: f.
Meaning: zubereitete Haut, Fell, Leder, auch Ben. verschiedener lederner Gegenstände (ion. att.); διψάρα· δέλτος, οἱ δὲ διφθέρα H. (zum Lautlichen Schwyzer 326).
Derivative: Ableitungen. Deminutivum διφθέριον (Theognost.); διφθερίς = διφθέρα (AP; nach den Sekundärbildungen auf -ίς, Chantraine Formation 341ff.); διφθέρωμα ib. (Thd.; vgl. ἄσκωμα von ἀσκός und Chantraine 187); — διφθερίας Mann in Fell, Landmann (Kom., Luk.; Chantraine 93); f. διφθερῖτις (Poll.; Redard Les noms grecs en -της 114); διφθεράριος Pergamentmacher (Edict. Diocl. Asin.); — διφθέρινος ‘aus δ. gemacht, ledern’ (X., Str.). — Denominativum διφθερόομαι in Fell gekleidet werden (Str.).
Etymology : Zu δέφω, δέψω (de Saussure MSL 7, 91; Zweifel bei Pisani Ist. Lomb. 73 : 2, 2) mit ε für ι wie in ἱστίη usw. (Schwyzer 351 m. Lit.). Bildung unklar; vielleicht Erweiterung eines alten Neutrums auf -(τ)αρ (ἴκταρ, νέκταρ u. a.) wie ἡμέρα gegenüber ἦμαρ. — Über iranische LW aus διφθέρα, z. B. npers. daftar office, s. Bailey Trans. Phil. Soc. 1933, 50.
Page 1,400