κοιλάς
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
άδος, ἡ, Subst.,
A hollow, δρυός Ps.-Phoc. 173, cf. Thphr. Fr.169; in a wall, LXXLe.14.37; in a rock, Str.12.3.11; deep valley, Pl.Epigr.5.6, LXXGe.14.8, al., BGU995 iii 4 (ii B.C.), SIG827 iii 11 (Delph., ii A.D.), Plb.5.44.7, D.S.3.15. II Adj., fem. of κοῖλος, νεφέλαι Thphr.Sign.51 (nisi leg. κηλ-) ; εὐνή Tryph.194.
German (Pape)
[Seite 1466] άδος, ἡ, poet. fem. zu κοῖλος; – 1) als adject., hohl; πέτρη, κίστη, Nonn. D. 1, 515. 6, 87; auch τέχνη, aushöhlend, Tryphiod. 336, nach Conj. – 2) als subst., die Höhlung, das Thal; Pol. 5, 44, 7; ὀρῶν Hdn. 8, 1, 2; βαθεῖαι κοιλάδες D. Sic. 3, 15; Tryphiod. 590.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλάς: άδος. ἡ, ὡς οὐσιαστ., κοίλωμα κοιλότης, δρυὸς Ψευδο-Φωκυλ. 161· ἐν βράχῳ, Στράβ. 545· βαθεῖα κοιλάς, βάθος μεταξὺ ὀρέων, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, Πολύβ. 5. 44, 7, Διόδ. 3. 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θηλ. τοῦ κοῖλος. Θεοφρ. Σημ. 4. 2, Τρυφ. 194.
French (Bailly abrégé)
άδος
1 adj. f. creux, enfoncé;
2 subst. ἡ κοιλάς creux, cavité ; particul. vallon, ravin.
Étymologie: κοῖλος.
Greek Monolingual
κοιλάς, -άδος, ἡ (AM)
βλ. κοιλάδα.
Greek Monotonic
κοιλάς: -άδος, ἡ (κοῖλος), κούφωμα, κοίλωμα, βαθιά κοιλάδα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κοιλάς: άδος (ᾰδ) ἡ долина, лощина Polyb., Diod., Anth.