λωβήεις

Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εσσα, εν,    A outrageous, A.R.3.801, Tryph.261.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήεις: εσσα, εν, βλαβερός, ἐπονείδιστος, φθοροποιός, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 801, Τρυφ. 261. - λωβηρός, ά, όν, = βλαβερός, Βακχυλ. 1β 9.

Greek Monolingual

λωβήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. βλαβερός
2. υβριστικός, προσβλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τραπεζ-ήεις, φθογγ-ήεις)].