νεκρώδης

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρώδης Medium diacritics: νεκρώδης Low diacritics: νεκρώδης Capitals: ΝΕΚΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nekrṓdēs Transliteration B: nekrōdēs Transliteration C: nekrodis Beta Code: nekrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A corpse-like, Luc.Ep.Sat.28, Aret. SA2.11; ν. πρόσωπον, 'facies Hippocratica', Gal.9.917: esp. mortified, Id.18(1).156.

German (Pape)

[Seite 238] ες, todtenartig, leichenähnlich; Luc. Epist. Saturn. 28; χρῶμα, Plut. Phoc. 28.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, πρὸς πτῶμα, Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 28, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à un mort, à un cadavre.
Étymologie: νεκρός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α νεκρώδης, -ῶδες) νεκρός
αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με λείψανο («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.

Greek Monotonic

νεκρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεκρού, που μοιάζει με πτώμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

νεκρώδης: как у мертвеца, мертвенный (χρῶμα Plut.).

Middle Liddell

νεκρ-ώδης, ες εἶδος
corpse-like, Luc.