περιπλίξ
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
A embracing with the legs, Hsch.
German (Pape)
[Seite 588] adv., mit ausgespreizten Füßen, divaricatis pedibus.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλίξ: «περιειληφὼς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) με διασταύρωση τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιπλιγ- του περιπλίσσομαι + επιρρμ. κατάλ. -ς (πρβλ. αμφιπλίξ)].