πιθών
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (πίθος)
A cellar, Pherecr.138, Eup.111, IG11(2).287 A 168 (Delos, iii B.C.), 12(5).872.52 (Tenos, iii B.C.(?)); cf. πιθεών.
πῐθών, aor. 2 part. of πείθω, Pi.P.3.28.
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, = πιθεών, Phereer. bei Poll. 7, 163.
Greek (Liddell-Scott)
πῑθών: -ῶνος, ὁ (πίθος) τόπος πλήρης πίθων, ἀποθήκη, Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: πιθεών, παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.
Greek Monolingual
και πιθεών, -ῶνος, ὁ, ΜΑ
ο τόπος όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα -εών/-ών (πρβλ. αμπελ-ών)].
Greek Monotonic
πῐθών: -ῶνος, ὁ (πίθος), υπόγειο, αποθήκη, σε Ανθ.
• πῐθών: μτχ. αορ. βʹ του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
πιθών: Pind. part. aor. 2 к πείθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιθών ptc. aor. act. van πείθω.