σκεδαστής

From LSJ
Revision as of 22:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεδαστής Medium diacritics: σκεδαστής Low diacritics: σκεδαστής Capitals: ΣΚΕΔΑΣΤΗΣ
Transliteration A: skedastḗs Transliteration B: skedastēs Transliteration C: skedastis Beta Code: skedasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A scatterer, Ph.1.135, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

σκεδαστής: -οῦ, ὁ, ὁ διασκορπιστής, διασκορπίζων, Φίλων 1. 135, Φώτ.

Greek Monolingual

ο ΝΜΑ, και θηλ. σκεδάστρια Ν
αυτός που διασκορπίζει («τῶν προστάξεων τοῦ σκεδαστοῦ Φαραὼ ἠλόγουν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. -σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -της (πρβλ. κερασ-της)].