στεφανοποιός
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ὁ, A chapletmaker, Arist.MM 1206a27, A.D.Adv.189.9.
German (Pape)
[Seite 939] Kränze machend, Arist. magn. mor. 2, 7.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν στεφάνους, Ἀριστ. Μ. Ἠθικ. 2. 7, 30, Α. Β. 602.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής στεφάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -ποιός].
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνοποιός: сплетающий венки Arst.