σωματίζω

From LSJ
Revision as of 23:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου

Menander, Monostichoi, 318
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμᾰτίζω Medium diacritics: σωματίζω Low diacritics: σωματίζω Capitals: ΣΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: sōmatízō Transliteration B: sōmatizō Transliteration C: somatizo Beta Code: swmati/zw

English (LSJ)

   A embody, Herm. ap. Stob.1.49.45.    II put into documentary form, execute, PThead.5.19 (iv A.D.), PMasp.133.6 (vi A.D.).    2 register, book, σωματίσαντός μοι . . πόρον POxy.2131.12 (iii A.D.):—Pass., c.dat., -ίσθησαν τοῖς δεῖνα ἄρουραι ib.1044.26 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1060] verkörpern, pass., Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 984.

Greek (Liddell-Scott)

σωματίζω: (σῶμα) περιβάλλω με σῶμα, ὡς τὸ ἐνσωματόω, ἵνα κόλασιν... ἐν τῷ σεσωματίσθαι ὑπομένωσιν (αἱ ψυχαὶ) Στοβ. Ἐκλογ. 1. 984.

Spanish

materializarse, tomar cuerpo

Greek Monolingual

Α σῶμα, σώματος]
1. περιβάλλω με σώμα, ενσαρκώνω
2. καταγράφω σε επίσημο βιβλίο
3. διατυπώνω σε μορφή αποδεικτικού εγγράφου.