ἀπεικόνισμα

Revision as of 14:27, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A = ἀπείκασμα, Socr.Ep.20, Ph.1.4, al., BMus.Inscr.481*.24 (Ephesus, ii A.D.), Phlp. inPh.316.24.

German (Pape)

[Seite 283] τό, Abbild, Epist. Socrat. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεικόνισμα: τό, = ἀπείκασμα, Ἐπιστ. Σωκρ. 20, συχν. παρὰ Φίλωνι καὶ Ἐκκλ.: ― ὡσαύτως ἀπεικόνισις, ἡ, Βυζ., καὶ ἀπεικονισμός, ὁ, Ἐπιφάν. = ἀπεικασία.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
representación, imagen, estatua Socr.Ep.20, Ph.1.4, 106, IEphesos 27.23, 24 (II d.C.), Phlp.in Ph.316.24, del hombre hecho a imagen de Dios, Clem.Al.Strom.7.5.29, Cyr.Al.M.73.484C.

Greek Monolingual

ἀπεικόνισμα, το (AM)
1. η αναπαράσταση, το αντίγραφο
2. το ομοίωμα.