ἀποτύπωσις
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
εως, ἡ, A impression, ἀ. ποιεῖν ἀπό τινος Longin. 13.4, cf. Thphr.Sens.51; v.l. for διατύπωσις, J.AJ12.2.8.
German (Pape)
[Seite 333] ἡ, das Abbilden, Nachahmen, Theophr.; Longin. 13, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτύπωσις: [ῠ], εως, ἡ, ἐντύπωσις ἀπό τινος πράγματος, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ καλῶν ἠθῶν ἢ πλασμάτων ἢ δημιουργημάτων ἀποτύπωσις Λογγῖν. 13. 9, πρβλ. Θεοφρ. Ἀποσπ. 1. 51.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 impresión, imagen τὴν ἀποτύπωσιν ποιεῖν producir la imagen (óptica), Thphr.Sens.51 (= Democr.A 135).
2 copia, imitación, réplicaop. κλοπή ‘plagio’, Longin.13.4.