εὐανθής
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ές,
A blooming, downy, πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ Od.11.320. II rich in flowers, flowery, ἀγροί Thgn.1200; κόλποι λειμώνων Ar.Ra.373 (lyr.); τόπος Pl.Smp.196b; decked with flowers, στόλος Pi.P.2.62, cf. Sapph.78; freely flowering, Thphr.HP6.2.3. 2 flowered, gay-coloured, gay, bright, χρῶμα Pl.Phd.100d, cf. Arist.Col.792a15, 794b5 (Comp.); θρόμβοι αἵματος Hp.Coac.621, cf. 575; στρωμναί Ph.1.639 (Sup.); ἐσθής Luc.Rh.Pr.15; βαφαί Ael.NA16.41; πορφύρη AP6.250 (Antiphil.); λίθος Jul.Or.2.51a; τὸ εὐ. τοῦ ὄρνιθος its bright colours, Ath. 9.399a; pink, flushed, σῶμα Sor.1.100. III metaph., blooming, fresh, goodly, ὄλβος Pi.I.5(4).12; of persons, ἁλικία ib.7(6).34, cf. O.6.84, Ar.Nu.1002; εὐ. ὀργά a goodly, noble temper, Pi.P.1.89: ἐν ἅλμῃ… εὐανθεστέρᾳ in fresher brine, Sotad.Com.1.21: Sup. -εστάτη ἡλικία Plu.2.120a.
German (Pape)
[Seite 1056] ές, schön, reichlich sprossend, λάχνη, Od. 11, 318; κόμη, Philostr.; schön blühend, blumenreich, Pind. oft, z. B. στέφανος I. 6, 51, ὄλβος 4, 14; auch στόλος, P. 2, 62; ἁλικία, I. 6, 34, wie λιπαρὸς καὶ εὐανθὴς ἐν γυμνασίοις διατρίψεις Ar. Nubb. 1002; εὐανθεῖς κόλποι λειμώνων Ran. 373; sp. D., wie Nic. Al. 402. – Uebertr., buntfarbig, schön, χρῶμα Plat. Phaed. 100 c; ἐσθής Luc. rhet. praec. 15; τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος Ath. IX, 399 a; – ἅλμη εὐανθεστέρα, Sotad. bei Ath. VII, 293 dv. 21, geht auf die Stärke der Lake.
Greek (Liddell-Scott)
εὐανθής: -ές, (ἄνθος) ἀνθηρός, ζωηρός, θάλλων, μεταφορ. ἐπὶ τῶν πρώτων τριχῶν τῶν γενείων, πυκάσαι τε γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ, ὅπερ ταὐτὸν τῷ: «γένυν πεπυκάσθαι, ὅ ἐστιν ἐσκεπάσθαι εὐανθέϊ λάχνη» (Εὐστ.). «εὐφυεῖ τριχώσει» (Σχόλ.), Ὀδ. Λ. 320· ἴδε ἐν λέξ. οἰνάνθη Ι. 3. ΙΙ. ἔχων ἀφθονίαν ὡραίων ἀνθέων, ἀγροὶ Θέογν. 1200· κόλποι λειμώνων Ἀριστοφ. Βατρ. 373· κεκοσμημένος δι’ ἀνθέων, Πινδ. Π. 2. 113. 2) ἀνθηρός, φαιδρός, λαμπρός, χρῶμα Πλάτ. Φαίδων 100C. πρβλ. Ἀριστ. περὶ Χρωμ., 2. 3 καὶ 5· ἐσθὴς Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 15· βαφαὶ Αἰλ. π. Ζ. 16. 41· πορφύρα Ἀνθ. Π. 6. 250· τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος, τὰ λαμπρὰ τοῦ πτηνοῦ χρώματα, Ἀθήν. 399Α. ΙΙΙ. μεταφ., ἀνθηρός, ζωηρός, ὡραῖος, καλός, ὄλβος Πινδ. Ι. 5 (4). 16· ἐπὶ ἀνθρώπου, ἡλικία αὐτόθι 7 (6). 48, πρβλ. Ο. 6. 144, Ἀριστοφ. Νεφ. 1002· εὐανθεῖ ὀργᾷ, εὐγενεῖ τρόπῳ, Πινδ. Π. 1. 173· ἐν ἅλμῃ... εὐανθεστέρα, ἁλμυρωτέρα, Σωτάδης ἐν «Ἐγκλειομέναις»1. 21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 brillant de fleurs, abondant en fleurs;
2 p. ext. aux couleurs variées ou éclatantes;
3 florissant, abondant, touffu;
4 qui est dans sa fleur.
Étymologie: εὖ, ἄνθος.
English (Autenrieth)
ές (ἄνθος): luxuriant, abundant, Od. 11.320†.
English (Slater)
εὐανθής
a flowery, covered in flowers εὐανθὴς Μετώπα (O. 6.84) εὐανθέα δ' ἀναβάσομαι στόλον (P. 2.62) πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον (I. 7.50) ]εὐανθέος ἔρνες[ Πα. 7B. 5.
b met., full flowering; noble, generous εὐανθεῖ δ' ἐν ὀργᾷ παρμέ- νων (P. 1.89) εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ (I. 5.12) εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν (I. 7.34) παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος pregnant, in full flower Θρ. 7. 7.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐανθής, -ές)
1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος», Πλάτ.)
2. ανθηρός, θαλερός, ωραίος
αρχ.
1. αυτός που είναι στολισμένος με άνθη
2. (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα
3. φαιδρός, λαμπρός («χρώμα ευανθές», Πλάτ.)
4. κόκκινος, ροδόχρους («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον χρῶμα», Κλήμ. Αλ.)
5. (για τις πρώτες τρίχες τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) ωραίος, ανθηρός
6. φρ. α) «τὸ εὐανθὲς τοῦ ὄρνιθος» — τα λαμπρά χρώματα του πτηνού
β) «εὐανθὴς ὀργή» — ευγενικός τρόπος (Πίνδ.)
γ) (για σύγκριση) «ἅλμη εὐανθεστέρα» — άλμη αλμυρότερη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανθής (< άνθος), πρβλ. πολυ-ανθής, χλο-ανθής].
Greek Monotonic
εὐανθής: -ές (ἄνθος),·
I. ανθηρός, ανθισμένος, μπουμπουκιασμένος, ζωηρός, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, ολάνθιστος, σε Θέογν., Αριστοφ.
2. ανθηρός, ζωηρόχρωμος, χαρωπός, χαρούμενος, λαμπρός, σε Πλάτ., Ανθ.
III. μεταφ., ανθηρός, ζωηρός, ωραίος, καλός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐανθής:
1) покрытый цветами, цветущий (κόλποι λειμώνιον Arph.);
2) (о бороде) пышный, густой (λάχνη Hom.);
3) красочный, яркий (χρῶμα Plat.; τὸ ἁλουργές Arst.; ἐσθής Luc.);
4) пестрый (τὸ τῆς παρδάλεως σῶμα Plut.);
5) перен. цветущий, процветающий (ὄλβος Pind.; ἡλικία Pind., Plut.);
6) благородный (ὀργή Pind.).
Middle Liddell
εὐ-ανθής, ές ἄνθος
I. blooming, budding, Od.
II. rich in flowers, flowery, Theogn., Ar.
2. flowered, gay-coloured, gay, bright, Plat., Anth.
III. metaph. blooming, fresh, goodly, Ar.