νέοργος
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ον, (ὀργάω) A freshened, invigorated, γῆ Thphr.CP3.13.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 243] von jungem Triebe strotzend, in schwellender Jugendfülle, wahrscheinlich f. L. für νέορτος, Soph. frg. 791.
Greek Monolingual
νέοργος, -ον (Α)
(για τη γη) αυτή που αναζωογονήθηκε, που ενδυναμώθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ὀργῷ «είμαι γεμάτος ζωή, γόνιμος» (πρβλ. βαρύ-οργος)].