παραμαρτάνω

Revision as of 15:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A err, trespass, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ar.Fr.692a, cf. Plu.2.89e, Hierocl.p.58A.: c. dat., damage, στήλῃ Ath.Mitt.30.327 (Temenothyrae).

German (Pape)

[Seite 489] (s. ἁμαρτάνω), verfehlen, Plut. cap. ex host. ut. p. 278 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰμαρτάνω: σφάλλομαι, πλανῶμαι μεγάλως, εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 283, πρβλ. Πλούτ. 2.89Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παραμαρτών· ἀποτυχών».

French (Bailly abrégé)

f. παραμαρτήσομαι, etc.
manquer le but.
Étymologie: παρά, ἁμαρτάνω.

Greek Monolingual

Α
1. σφάλλω, πλανώμαι σε μεγάλο βαθμό
2. βλάπτω, καταστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἁμαρτάνω.

Russian (Dvoretsky)

παρᾰμαρτάνω: погрешать, ошибаться Arph., Plut.