στρηνιάω

From LSJ
Revision as of 16:18, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρηνιάω Medium diacritics: στρηνιάω Low diacritics: στρηνιάω Capitals: ΣΤΡΗΝΙΑΩ
Transliteration A: strēniáō Transliteration B: strēniaō Transliteration C: striniao Beta Code: strhnia/w

English (LSJ)

   A run riot, wax wanton, Antiph.82, Sophil.6, Diph.132, Lyc.Fr.1.2, Apoc.18.7,9, PMeyer 20.23 (iii A.D.);= gerrio, gestio, Gloss.; cf. Phryn.357.

German (Pape)

[Seite 954] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für τρυφάω, zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.

Greek (Liddell-Scott)

στρηνιάω: μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, ἀκολασταίνω, λέξις τῶν ποιητῶν τῆς νέας κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ τρυφάω, Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 (ἔνθα ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, ὡσαύτως ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, κομπάζω, τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ βαρέως φέρειν».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être orgueilleux, insolent;
2 vivre dans la mollesse.
Étymologie: στρῆνος¹ et στρῆνος².

English (Strong)

from a presumed derivative of στρῆνος; to be luxurious: live deliciously.

English (Thayer)

στρηνιω: 1aor ἐστρηνίασα; (from στρῆνος, which see); a word used in middle and later Comedy for τρυφαν (cf. Lob. ad Phryn., p. 381; (Rutherford, New Phryn., p. 475f; Winer s Grammar, 25)); to be wanton, to live luxuriously: καταστρηνιάω.)

Greek Monotonic

στρηνιάω: μέλ. -άσω, είμαι άσωτος, ακόλαστος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

στρηνιάω: быть высокомерным (πορνεύειν καὶ σ. NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρηνιάω in weelde leven. NT.

Middle Liddell

στρηνιάω, fut. -άσω [from στρηνής
to run riot, wax wanton, NTest.

Chinese

原文音譯:strhni£w 士特雷你阿哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:參與
字義溯源:奢華,過奢華生活,變為任性,成為放縱;源自(στρῆνος)*=濫用,奢華),類似(στερεός)=堅硬的,徹底的)。
同義字:1) (σπαταλάω)貪戀酒色 2) (στρηνιάω)奢華 3) (τρυφάω)宴樂比較: (καταστρηνιάω)=放縱情慾
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編
1) 過奢華生活(2) 啓18:7; 啓18:9