διακάτοχος

From LSJ
Revision as of 13:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακάτοχος Medium diacritics: διακάτοχος Low diacritics: διακάτοχος Capitals: ΔΙΑΚΑΤΟΧΟΣ
Transliteration A: diakátochos Transliteration B: diakatochos Transliteration C: diakatochos Beta Code: diaka/toxos

English (LSJ)

ον,

   A holding, possessing, Gloss., = Lat. bonorum possessor, PSI3.183 (v A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 581] ὸ, der Besitzer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακάτοχος: -ον, ὁ κατέχων, ὁ ἔχων ὡς κτῆμα, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. poseedor, propietario trad. de lat. (bonorum) possessor ref. a la pers. designada como heredero en ausencia de testamento y de parientes cercanos οὐκ ἐγώ, οὐ κληρονόμοι μου, οὐ διάδοχοι, οὐ διακάτοχοι PMich.Gagos 43 (VI d.C.), cf. PSI 183.12, POxy.2270.10, Stud.Pal.1.p.7.2.21 (todos V d.C.), PMonac.1.38 (VI d.C.), PBodl.45.30, Tav.Lign.Cer.2.8 (ambos VII d.C.), Cod.Theod.10.16.1.

Greek Monolingual

ο (AM διακάτοχος) διακατέχω
αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα
αρχ.-μσν.
ο κληρονόμος.