πεποίθησις
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
εως, ἡ, A trust, confidence, boldness, LXX 4 Ki.18.19, Phld.Lib. p.22 O., Ph.2.444, Ep.Eph.3.12, Philum.Ven.2.4 ; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.AJ1.3.1 ; ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ π. ib.10.1.4 : in pl., Babr.43.19.
German (Pape)
[Seite 560] ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N. T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
Greek (Liddell-Scott)
πεποίθησις: ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· ὡσαύτως πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
confiance, assurance.
Étymologie: πέποιθα.
English (Strong)
from the perfect of the alternate of πάσχω; reliance: confidence, trust.
English (Thayer)
πεποιθησεως, ἡ (πείθω, 2perfect πέποιθα), trust, confidence (R. V.), reliance: εἰς τινα, ἐν τίνι, Philo de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of Rome, 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. once for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.
Greek Monotonic
πεποίθησις: ἡ, πίστη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πεποίθησις: εως ἡ тж. pl.
1) доверие, тж. уверенность Babr.;
2) упование NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεποίθησις -εως, ἡ vertrouwen.
Middle Liddell
πεποίθησις, εως,
trust, confidence, boldness, NTest.
Chinese
原文音譯:pepo⋯qhsij 胚拍帖西士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:信服 相當於: (בָּטוּחַ / בָּטַח)
字義溯源:信賴,信任,信,深信,篤信,決意,靠;源自(πάσχω)*=經歷)
出現次數:總共(6);林後(4);弗(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 深信(2) 林後1:15; 林後3:4;
2) 靠(1) 腓3:4;
3) 篤信(1) 弗3:12;
4) 決意(1) 林後10:2;
5) 信任(1) 林後8:22