Πυθιονίκης
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
[ῑ], ου, Dor. -ᾱς, α, ὁ,
A conqueror in the Pythian games, Pi.P.9.1, Hdt.8.47, PLond.3.1178.67 (ii A.D.), Hld.5.19:—fem. Πῡθιο-νίκη, ἡ, pr.n. of a ἑταίρα, afterwards deified as Π. Ἀφροδίτη, Python 1.8, Antiph.26.20, Timocl.17, Philem.16, Theopomp.Hist.244,245, Paus.1.37.2; called Πυθονίκη in D.S.17.108, Plu.Phoc.22 (so, of another woman, IG3.3823). II Πυθιονίκη = Pythian victory, Hld.5.19.
Greek (Liddell-Scott)
Πῡθιονίκης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ νικητὴς ἐν τοῖς Πυθικοῖς ἀγῶσι, Πινδ.. Π. 9. 1, Ἡρόδ. 8. 47· - Πυθιονίκη, ἡ, Ἀντιφάν. ἐν «Ἁλιευομένῃ» 20, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
vainqueur aux jeux Pythiques.
Étymologie: Πύθιος, νικάω.
Greek Monotonic
Πῡθιονίκης: [ῑ], -οῦ, ὁ (νικάω), νικητής στους Πυθικούς αγώνες, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
Πῡθιονίκης: ου (νῑ) ὁ победитель в Пифийских состязаниях Pind., Her.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πυθιονίκης -ου, ὁ, Dor. Πυθιονίκας overwinnaar bij de Pythische spelen.
Middle Liddell
Πῡθῑο-νίκης, ου, ὁ, νικάω
a conqueror in the Pythian games, Pind.