αἱματώδης
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ες,
A looking like blood, διαχωρήματα Hp.Prog.11; φάρυγξ Th.2.49, cf. Arist. Mete.342a36, Thphr.HP6.4.6, etc. 2 of the nature of blood, bloody, ὑγρότης Arist.GA726b32, cf.PA665b7 (Comp.), al.; διαχώρησις Diocl. Fr.147.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. enrojecido por la sangre de partes del cuerpo τὰ ἐντός, ἥ τε φάρυξ καὶ ἡ γλῶσσα, εὐθὺς αἱματώδη ἦν Th.2.49
•sanguinolento αἱματῶδές τε οὐρέουσι Hp.Epid.6.1.5, αἱματώδεα πτύουσιν Hp.Epid.6.3.24, cf. Hum.20, ὑγρότης Arist.GA 726b32, διαχωρήσεις Diocl.Fr.185.41, ὑποχύσεις Archig. en Gal.12.796, cf. Arist.PA 665b7.
2 gener., sólo ref. al color semejante a la sangre, rojo sangre αἱ. χρώματα Arist.Mete.342a36, cf. Thphr.HP 6.4.6, Plu.2.238f, Gal.19.495, Cleom.2.1.133, D.C.62.1.2, 65.11.1.
3 fig. cruento, sangriento καιρός Gr.Thaum.M.10.1016C.
Greek Monotonic
αἱμᾰτώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με αίμα, κόκκινος σαν αίμα, σε Θουκ.