διατάσσω

From LSJ
Revision as of 16:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατάσσω Medium diacritics: διατάσσω Low diacritics: διατάσσω Capitals: ΔΙΑΤΑΣΣΩ
Transliteration A: diatássō Transliteration B: diatassō Transliteration C: diatasso Beta Code: diata/ssw

English (LSJ)

Att. διατάττω, pf.

   A διατέτᾰχα BGU1151.6 (i B. C.), prob. in OGI326.27 (Teos):—appoint or ordain severally, dispose, εὖ δὲ ἕκαστα ἀθανάτοις διέταξε Hes.Th.74; ἀνθρώποισι νόμον δ. Id.Op.276; appoint to separate offices, δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Hdt.1.114; δ. τι εἶναι Pl.Ti.45b; τίνας εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν… ἡ πολιτικὴ δ. Arist.EN1094b1: abs., make arrangements, πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ δ. X.Cyr.8.5.16:—Med., arrange for oneself, classify, Pl.Phdr.271b; τινὶ περί τινος Plb.5.21.1; undertake, pledge oneself, πρός τινα c. fut. inf., ib.14.11; also in act. sense, περὶ θυσιῶν OGI331.53(Pergam.):—Pass., to be appointed, constituted, Pl.Lg.932a; παρὰ τὰ -τεταγμένα contrary to orders, BGU1022.17 (ii A. D.): c. inf., v.l. in Hdt.1.110: c. acc., δ. γῆν to be appointed to cultivate, POxy.899.22 (200 A. D.).    2 esp. draw up an army, set in array, Hdt.6.107, Th.4.103; διέταξε χωρὶς ἑκάστους εἶναι Hdt.1.103:—Med., διαταξάμενοι posting themselves in battle-order, Ar.V. 360, Th.8.104, X.HG7.1.20:—pf. Pass., διατετάχθαι to be in battleorder, Hdt.7.178, Th.4.31; διετέτακτο Hdt.6.112 (but in med. sense, J.AJ12.5.4).    II Med., make teslamentary dispositions, περί τινος Plu.2.1129a; order by will, c. inf., AP11.133 (Lucill.); bequeath, BGU1151.6 (i B. C.):—Pass., to be bequeathed, PFay.97.13 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 605] att. διατάττω, anordnen, festsetzen, νόμον, Hes. O. 274; Theogn. 74; πάντα ταῦτα ἔμμετρα δεῖ τὸν νόμον διατάττειν Plat. Legg. V, 746 e, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Pol. 11, 33; φόροι διαταχθέντες, bestimmte Steuern, 3, 33, 6; bes. = in Reihe u. Glied, in Schlachtordnung stellen, Her. 6, 112. 117; στρατόν 7, 81; Xen. Cyr. 8, 5, 15 u. sonst; dah. pass., in Reihe u. Glied gestellt werden, oft bei Histor.; διατέταγμαι ἐπορᾶν, ich bin beordert worden, Her. 1, 100; auch διατετάχθαι, an verschiedenen Orten aufgestellt sein, 7, 124. 8, 34. – Sp. oft absolut, τοῖς μαθηταῖς Matth. 11, 1. – Med., sich in Schlachtordnung stellen, Ar. Vesp. 360; Xen. öfter; durch ein Testament verfügen, Plut.; vgl. Lucill. 77 (XI, 133). Auch = act., an seinen Ort stellen, Plat. Phaedr. 271 b.

Greek (Liddell-Scott)

διατάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -ξω: - διατίθημι κατὰ τάξιν, εὖ δὲ ἕκαστα ἀθανάτοις διέταξε Ἡσ. Θ. 74, πρβλ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 274· διορίζω, ἀποχωρίζω ἔργα, ὑπουργήματα, δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Ἡρόδ. 1. 114· τίνας εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν… ἡ πολιτικὴ δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 2, 6· - ἀπολ., τακτοποιῶ, διευθετῶ, Ξεν. Κύρ. 8. 5. 16. - Μέσ., τακτοποιῶ δι’ ἐμαυτόν, διευθετῶ τὰ ἐμά, Πλάτ. Φαίδρ. 271Β· δ. τι εἶναι ὁ αὐτ. Τίμ. 45Β· τινὶ περί τινος Πολύβ. 5. 21, 1. - Παθ., διορίζομαι, ὁρίζομαι, τάττομαι, Πλάτ. Νόμ. 931Ε· μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 110, Πολύβ. 5. 14, 11. 2) ἰδίως παρατάττω στράτευμα, Ἡρόδ. 6. 107· ὡσαύτως, ἰδιαιτέρως ὁρίζω τὸ μέρος ἑκάστου, τάττω ἕκαστον χωριστὰ εἰς τὸ μέρος του, ὁ αὐτ. 1. 103. - Μέσ., διαταξάμενοι, παραταχθέντες ὡς εἰς μάχην, Ἀριστοφ. Σφηξ. 360, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διατετάχθαι, εἶμαι ἐν παρατάξει μάχης, εἶμαι τεθειμένος εἰς διαφόρους θέσεις, Ἡρόδ. 7. 124, 178· διετέτακτο ὁ αὐτ. 6. 117 (ἀλλὰ μετὰ μέσ. σημασίας, Ἰώσηπ. Ἀρχ. Ἱστ. 12. 5, 4). ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κάμνω διαθήκην, περί τινος Πλούτ. 2. 1129Α· ὁρίζω, ἐπιτάττω διὰ διαθήκης, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρ., Ἀνθ. Π. 11. 133.

French (Bailly abrégé)

f. διατάξω, etc.
1 disposer en ordre : στρατόν XÉN les rangs d’une armée;
2 p. suite distribuer, répartir (pour une charge, etc.) : δ. τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι HDT répartir les emplois en ordonnant aux uns de construire des maisons, aux autres de servir comme doryphores ; διατετάχθαι HDT être placés chacun à son poste, être répartis dans différents postes;
3 prendre des dispositions, càd distribuer des ordres ; Pass. διατέταγμαι avec l’inf. HDT j’ai pour ma part reçu l’ordre de;
Moy. διατάσσομαι;
1 tr. régler par une disposition testamentaire ; exprimer sa volonté;
2 intr. se placer chacun à son poste de combat.
Étymologie: διά, τάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
A tr.
I 1gener. disponer, establecer ἀνθρώποισι νόμον διέταξε Κρονίων Hes.Op.276, cf. Th.74, ἐγὼ πάντα καὶ διεμέτρησα καὶ διέταξα X.Oec.4.22, los fenómenos celestes, Epicur.Ep.[2] 76, πάντα ... κατὰ τὴν αὑτοῦ προαίρεσιν Plb.3.19.12, cf. 11.33.8, τὴν πολιορκίαν I.BI 2.434, τοὺς Ἑβραίους ... διατάξας εἰς φρατρίας I.AI 2.312, en v. pas. τούτων ... οὕτως φύσει διατεταγμένων establecidas así estas cosas por naturaleza Pl.Lg.932a, cf. Vett.Val.5.9, 143.4, ὁ τῷ Καμβύλῳ διατεταγμένος τόπος el sitio establecido con Cámbilo Plb.8.20.5, φόροι ... διαταχθέντες tributos establecidos Plb.2.12.3, πολλοὶ ... κατηκολούθουν οἷς ὁ βασιλεὺς διετέτακτο I.AI 12.255, (νόμος) διαταγεὶς δι' ἀγγέλων (ley) promulgada por obra de ángeles, Ep.Gal.3.19, διετάσσετο γῆν βασιλικήν estaba asignado a(l cultivo de) la tierra real, POxy.899.22 (II/III d.C.)
fig. en v. med. ordenar, poner en orden, clasificar c. ac. τὰ δὲ ἄλλα ἡ φύσις διετάξατο Hp.Anat.1, διαταξάμενος τὰ λόγων τε καὶ ψυχῆς γένη Pl.Phdr.271b, en v. pas. διατεταγμένοις ὄμμασι con los ojos puestos en orden e.e. en hilera ref. a los círculos de las alas del pavo real, D.P.Au.1.28.
2 milit. formar, colocar en formación στρατόν Hdt.7.81, I.AI 5.27, τοὺς βαρβάρους Hdt.6.107, τοὺς ... ξυμμάχους Th.7.4, τὴν δύναμιν D.S.12.70, τοῦτον διατάξας τοὺς σὺν αὑτῷ τὸν τρόπον I.AI 1.329, en v. med. impers. ὡς δέ σφι διετέτακτο Hdt.6.112.
3 disponer mediante testamento κιθάρας αὑτῷ διετάξατο συγκατακαῦσαι δώδεκα AP 11.133 (Lucill.), (πρόστιμον) διετάξατο ἐπὶ τὸ ἕτερο[ν μηδέ] να ἐπιβληθῆναι τῇ σωματοθήκῃ TAM 3(1).407.4, cf. 586 (ambas Termeso, imper.), en v. pas. τὰ ὑπ' ἐμοῦ διατεταγμένα mis disposiciones testamentarias, POxy.105.7 (II d.C.), abs. (τοῖς υἱοῖς) ἑξῆς διατάσσω PMasp.151.62 (VI d.C.), tb. en v. med. ἐκ τῶν ἰδίων ἃ μὲν ἀπήρτισεν ζῶσα, ἃ δὲ καὶ διαταξαμένη SEG 35.828.5 (Perinto I d.C.), μηδὲ διατάσσου περὶ ταφῆς Plu.2.1129a
legar mediante testamento ὧν διατέταχεν αὐτῇ ... ὁ μετηλλαχὼς ἀδελφός BGU 1151.6 (I a.C.), en v. pas. (δραχμαί) διαταγεῖσαι ἀπὸ τοῦ τετελευτηκότος αὐτοῦ πατρός PFay.97.13 (I d.C.), cf. BGU 187.4 (II d.C.) en BL 2(2).14.
II 1ordenar, mandar c. inf., frec. c. ἕκαστοι c. idea de distribución τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Hdt.1.114, διέταξε χωρὶς ἑκάστους εἶναι ordenó que cada uno (de los escuadrones) fuera independiente Hdt.1.103, διέταξαν τὸ μετέχον ἡγεμονίας τοῦτ' εἶναι Pl.Ti.45b, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ῥώμης por haber ordenado Claudio que todos los judíos abandonasen Roma, Act.Ap.18.2, cf. Synes.Ep.4, tb. en v. pas. ὡς ἂν διατεταγμένοι ... πάσαις ἐμποδιεῖεν ταῖς ἐπιβολαῖς αὐτοῦ pues habían sido mandados ... para entorpecer todos los planes de éste Plb.5.14.11, διετάγην ἐπὶ τῇ Συρίᾳ ἀπελθεῖν recibí la orden de partir para Siria, SB 12571.7 (IV d.C.), c. interr. indir. τίνας γὰρ εἶναι χρεὼν τῶν ἐπιστημῶν ἐν ταῖς πόλεσι, καὶ ποίας ἑκάστους μανθάνειν ... ἡ πολιτικὴ διατάσσει en efecto, la política regula qué ciencias son necesarias en las ciudades y cuáles aprende cada uno Arist.EN 1094b2, ἀδελφῷ διέταξε πῶς δεήσει τῇ ... ἀρχῇ ... χρῆσθαι Plb.3.33.6, c. περὶ y gen.: περὶ ἑκάστων διατέταχεν OGI 326.27 (Teos II a.C.), c. dat. de pers. τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ Eu.Matt.11.1, tb. en v. med. διαταξάμενος περὶ τοῦ μέλλοντος κινδύνου τοῖς ἡγεμόσι Plb.5.21.1, διεταξάμεθα δὲ ἀκολούθως τούτοις ... περὶ θυσιῶν Welles, RC 67.9 (Pérgamo II a.C.), abs. πρὸς τὸ συμπῖπτον ἀεὶ διατάττων dando siempre órdenes según lo exigían las circunstancias X.Cyr.8.5.16.
2 imper. disponer mediante edicto en v. pas., esp. en part. plu. τά διατεταγμένα equiv. a τὸ διάταγμα, de un gobernador SEG 33.1177.36 (Mira I d.C.), del emperador παρὰ τὰ διατεταγμένα en contra de lo dispuesto en el edicto, BGU 1022.17 (II d.C.), κατὰ τὰ ὑπὸ τῶν ἡγεμόνων καὶ ἐπιτρόπων περὶ τούτου διατεταγμένα de acuerdo con los edictos sobre este asunto de prefectos y procuradores, BGU 648.14 (II d.C.).
B intr., en v. med.
1 distribuirse, repartirse, asignarse c. ac. de rel. χρὴ διατετάχθαι τοὺς ἐν τῇ πόλει μαχομένους τρία μέρη los defensores de la ciudad deben repartirse en tres secciones Aen.Tact.38.1, οἱ δὲ ἄλλοι στρατηγοὶ ὡς ἕκαστοι διετάξαντο los otros estrategos se repartieron a lo largo de la línea Th.8.104, cf. X.HG 7.1.20, ὧδε γὰρ διετετάχατο Th.4.31, αἱ εἰς τὸν μῆνα διατεταγμέναι ἡμέραι Plb.20.6.6, τὰς διαταγείσας μοι ... δραχμάς BGU 187.4 (II d.C.) en BL 2(2).14.
2 milit. colocarse en orden de batalla οἱ μὲν Ἕλληνες κατὰ τάχος ἐβοήθεον διαταχθέντες Hdt.7.178, ξὺν ὅπλοις ἄνδρες ὁπλῖται διαταξάμενοι Ar.V.360.

English (Strong)

from διά and τάσσω; to arrange thoroughly, i.e. (specially) institute, prescribe, etc.: appoint, command, give, (set in) order, ordain.

English (Thayer)

1st aorist διέταξα; perfect infinitive διατεταχέναι (Tdf.)); passive, perfect preposition διατεταχέναι; 1st aorist participle διατεταγμένος; 2nd aorist participle διαταχθεις; middle, present διατάσσομαι; future διατάξομαι; 1st aorist διεταξάμην; (on the force of διά cf. German verordnen, (Latin disponere, Winer s De verb. comp. etc. Part v., p. 7f)); to arrange, appoint, ordain, prescribe, give order: τίνι, T τεταχέναι Tr marginal reading brackets δια(; τίνι followed by an infinitive τί, passive, ὁ νόμος διαταγείς δἰ ἀγγέλων (see διαταγή): Hesiod, Works, 274); τίνι τί, passive: ),10; οὕτω ἦν διατεταγμένος (cf. Winer s Grammar, 262 (246); (Buttmann, 193 (167))), τίνι, τί, τίνι, followed by an infinitive: ἐπιδιατάσσομαι.)

Greek Monotonic

διατάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω — Παθ. αόρ. αʹ -ετάχθην, παρακ. -τέταγμαι·
I. 1. διορίζω ή κατατάσσω, ταξινομώ, προστάζω, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· απόλ., τακτοποιώ, σε Ξεν. — Μέσ., κανονίζω για τον εαυτό μου, τακτοποιώ, ταξινομώ τα δικά μου πράγματα, σε Πλάτ. — Παθ., ορίζομαι, διορίζομαι, παρατάσσομαι, με απαρ., σε Ηρόδ.
2. τακτοποιώ τη στρατιά, παρατάσσω στράτευμα, στον ίδ.· επίσης, τάσσω τον καθένα ξεχωριστά, στον ίδ. — Μέσ., διαταξάμενοι, παρατεταγμένοι σε παράταξη μάχης, σε Αριστοφ., Ξεν.· ομοίως στον Παθ. παρακ. διατετάχθαι, σε Ηρόδ.
II. Μέσ., επιτάσσω, ορίζω με διαθήκη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διατάσσω: атт. διατάττω
1) устанавливать, вводить (τόνδε ἀνθρώποισι νόμον Her.; φόροι διαταχθέντες Polyb.);
2) располагать, распределять (τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Her.; med. τὰ γένη τινός Plat.);
3) устраивать, приводить в порядок (πάντα τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Polyb.; τὸν χορόν Plut.): δ. τὴν τάξιν Arst. устанавливать порядок;
4) расставлять в боевом порядке, выстраивать (στρατόν Her.; δύναμιν Diod.): πρὸς τὸ συμπῖπτον δ. Xen. строить войска в зависимости от внешних условий; διατετάχθαι Her. расположиться в боевом порядке, раскинуть свой стан; διατεταγμένοι Her. и διαταξάμενοι Arph., Xen. занявшие свои боевые позиции;
5) преимущ. med. распоряжаться, давать указания, приказывать (περί τινος Plut. и τινι περί τινος Polyb.; ποιεῖν τι Anth.).

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω Pass., aor1 -ετάχθην perf. -τέταγμαι
I. to appoint or ordain severally, dispose, Hes., Hdt.:—absol. to make arrangements, Xen.:—Mid. to arrange for oneself, get things arranged, Plat.:—Pass. to be appointed, c. inf., Hdt.
2. to draw up an army, set in array, Hdt.: also to draw up separately, Hdt.:—Mid., διαταξάμενοι posted in battle-order, Ar., Xen.; so in perf. pass. διατετάχθαι, Hdt.
II. Mid. to order by will, Anth.

Chinese

原文音譯:diat£ssw 笛阿-他所
詞類次數:動詞(16)
原文字根:經過-規定
字義溯源:周全的安排,下令,吩咐,安排,例定,命定,設立;由(διά)*=通過)與(τάσσω)*=處理,安排)組成。這字16出現中,路加在他的福音書和行傳中用了9次,保羅用了6次。大都譯為:吩咐,偶然也譯為:安排,設立。如果是出自統治方面的,就說命,令。參讀 (διαμαρτύρομαι)的同義字
出現次數:總共(16);太(1);路(4);徒(5);林前(4);加(1);多(1)
譯字彙編
1) 吩咐(2) 太11:1; 徒7:44;
2) 所吩咐(2) 路17:10; 徒23:31;
3) 設立的(1) 加3:19;
4) 再安排(1) 林前11:34;
5) 吩咐過(1) 多1:5;
6) 我曾⋯吩咐(1) 林前16:1;
7) 我⋯吩咐(1) 林前7:17;
8) 命定(1) 林前9:14;
9) 安排的(1) 徒20:13;
10) 例定的(1) 路3:13;
11) 他吩咐(1) 路8:55;
12) 吩咐的(1) 路17:9;
13) 命令(1) 徒18:2;
14) 就吩咐(1) 徒24:23