διορθεύω
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
= sq., only in E.Supp.417 μὴ διορθεύων λόγους not A judging rightly of words.
Greek (Liddell-Scott)
διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
c. διορθόω.
Spanish (DGE)
dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.
Greek Monolingual
διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.
Greek Monotonic
διορθεύω: μέλ. -σω, κρίνω σωστά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διορθεύω: делать прямым: δ. λόγους Eur. правильно рассуждать.