κανηφορέω

From LSJ
Revision as of 10:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰνηφορέω Medium diacritics: κανηφορέω Low diacritics: κανηφορέω Capitals: ΚΑΝΗΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kanēphoréō Transliteration B: kanēphoreō Transliteration C: kaniforeo Beta Code: kanhfore/w

English (LSJ)

   A carry a basket, Ph.2.55, al.; esp. carry the sacred basket in procession, Ar.Lys.646, al., IG2.1204, al., 3.921; κ. Παναθηναίοις Arist.Ath.18.2; also κ. Δήλια καὶ Ἀπολλώνια Durrbach Choix d' Inscriptions de Délos 115 (ii B.C.); τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ Plu.2.772a; Ἴσιδι CIG2298 (Delos), cf. 3602 (Ilium).

German (Pape)

[Seite 1320] den Korb mit den heiligen Geräthen in der Procession tragen, wozu man die schönsten Jungseauen auswählte, Ar. Lys. 646. 1194; τῷ Διΐ Plut. amator. narr. 1; Inscr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰνηφορέω: φέρω τὸ ἱερὸν κάνιστρον ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε κανηφόρος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être canéphore.
Étymologie: κανηφόρος.

Greek Monotonic

κᾰνηφορέω: μέλ. -ήσω, κρατώ το ιερό κάνιστρο σε πομπή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰνηφορέω: культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).

Middle Liddell

κᾰνηφορέω, fut. -ήσω
to carry the sacred basket in procession, Ar. [from κανηφόρος