ἡμιολιασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A multiplying by one and a half, Antipho Soph. 75.
German (Pape)
[Seite 1169] ὁ, das Geben des Anderthalbigen, Harpocr. aus Antipho.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιολιασμός: ὁ, «τὰ ἡμιόλια δοῦναι», Ἀντιφῶν παρ’ Ἁρποκρατίωνι, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἡμιολιασμός, ὁ (Α)
πολλαπλασιασμός επί ένα και μισό, δόση ενός όλου και μισού.