χειροστρόφιον

From LSJ
Revision as of 10:19, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροστρόφιον Medium diacritics: χειροστρόφιον Low diacritics: χειροστρόφιον Capitals: ΧΕΙΡΟΣΤΡΟΦΙΟΝ
Transliteration A: cheirostróphion Transliteration B: cheirostrophion Transliteration C: cheirostrofion Beta Code: xeirostro/fion

English (LSJ)

τό,    A instrument of torture for twisting the hands or arms, Hdn.Epim. 150.

German (Pape)

[Seite 1346] Marterwerkzeug, die Hände oder Arme zu verdrehen, Hdn. epimer. 150.

Greek (Liddell-Scott)

χειροστρόφιον: τό, ὄργανον βασανιστήριον, πρὸς διαστροφὴν ἢ στρέβλωσιν τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 150· μνημονευόμενον καὶ ἐκ τοῦ Συνεσ. 201C (ἔνθ’ ἀναγινώσκεται χειλοστρόφιον).

Greek Monolingual

τὸ, Α
όργανο βασανισμού που έστριβε τα χέρια ή τους αγκώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + στρόφιον (< στρόφος), πρβλ. κλινο-στρόφιον.