ἀστονάχητος
From LSJ
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ον, = ἄστονος (without sighs), IG 14.2111.
German (Pape)
[Seite 376] = folgdm, Ep. ad. 696 (App. 337).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστονάχητος: -ον, = τῷ ἑπ. , Ἀνθ. Π. παράρτ. 337.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne gémit pas.
Étymologie: ἀ, στοναχέω.
Spanish (DGE)
-ον que no gime, γραῦς IUrb.Rom.1356.3 (I/II d.C.).
Greek Monotonic
ἀστονάχητος: -ον (στοναχέω), αυτός που αφαιρεί τους στεναγμούς, παρηγορητικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστονάχητος: Anth. = ἀστένακτος.
Middle Liddell
στοναχέω
without sighs, Anth.