καταναγκάζω
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
A force back, esp. of dislocated or fractured limbs, force them into their place, Hp.Fract.8, al. II overpower by force, constrain, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος E.Ba.643; κ. τὸ σῶμα torture, Luc.Nec.4. 2 coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Th.4.77; τινά τι Luc.Laps. 8; τινὰ ποιεῖν τι Is.7.38, cf. PGen.49.24 (iv A.D.):—Pass., ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος Thphr.CP1.16.11; κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150; κατηναγκασμένος necessary, inevitable, ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι Plb.3.4.3, cf. A.D.Synt.43.1, al.; αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου Ph.Fr.101 H.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰναγκάζω: ὠθῶν τι μὲ δύναμιν ἀναγκάζω νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν ὀστοῦν», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, περιορίζω, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ σῶμα, βασανίζω, ὅπου συνάπτεται μετὰ τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν (ὅπερ ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) περιορίζω, διὰ βίας ἐμβάλλω, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ πρός τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη σύνταξις, ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.
French (Bailly abrégé)
1 contraindre, forcer;
2 violenter ; torturer.
Étymologie: κατά, ἀναγκάζω.
Greek Monolingual
(AM καταναγκάζω) (αναγκάζω]
αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι διά της βίας, εξαναγκάζω (α. «τον κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῦτο καταναγκάσαντος», Λουκιαν.)
αρχ.
1. (κυρίως για εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη θέση του σπρώχνοντάς το με δύναμη
2. δεσμεύω, περιορίζω
3. ταλαιπωρώ, βασανίζω («πονεῑν τὰ πάντα καὶ μοχθεῑν καὶ τὸ σῶμα καταναγκάζειν», Λουκιαν.)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηναγκασμένος, -η, -ον
αναγκαίος, απαραίτητος («ὁμολογούμενον ἐδόκει τοῦτ' εἶναι καὶ κατηναγκασμένον ἅπασιν», Πολ.).
Greek Monotonic
κατᾰναγκάζω: μέλ. -σω,
1. υπερισχύω με τη χρήση βίας, περιορίζω, σε Ευρ.
2. εξαναγκάζω, επιβάλλω δια της βίας, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατᾰναγκάζω:
1) принуждать, заставлять (τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.; τινὰ ποιεῖν τι Isae.; τινά τι Luc.);
2) связывать, сковывать (δεσμοῖς κατηναγκασμένος Eur.; βίος κατηναγκασμένος Plut.);
3) мучить, пытать (τὸ σῶμα Luc.).
Middle Liddell
fut. σω
1. to overpower by force, confine, Eur.
2. to coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Thuc.