λίχνος

From LSJ
Revision as of 15:20, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίχνος Medium diacritics: λίχνος Low diacritics: λίχνος Capitals: ΛΙΧΝΟΣ
Transliteration A: líchnos Transliteration B: lichnos Transliteration C: lichnos Beta Code: li/xnos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον E.Hipp.913,

   A gluttonous, X.Mem.1.2.2, Pl.R.354b, Plb.3.57.7, Gal.6.716; τὰ περὶ τὴν τροφὴν λίχνοι Clitarch. 1 J.: c. gen., τῶν ἐν διαίτῃ ποικιλμάτων Epicur.Sent.Vat.69: metaph., λ. τὴν ψυχήν Pl.R.579b: Comp. -ότερος Sophr.62: Sup. -ότατος Arist.HA594a6.    2 metaph., curious, inquisitive, E. l. c.; ὄμματα λ. Call.Fr.107, AP12.106 (Mel.); lewd, Crates Theb.4: c. gen., curious after, τοῦ κεκρυμμένου E.Fr.1063.8; c. inf., λ. εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι Call.Fr.98d.    II of things, luxurious, appetizing, ὄψα, ἐδέσματα, Gal.Anim.Pass.6.

German (Pape)

[Seite 55] auch 2 Endgn (von λείχω, eigtl. leckend), naschend, naschhaft; Plat. Rep. I, 354 b; τὴν ψυχήν, IX, 579 b; Xen. Mem. 1, 2, 2; Sp., auch subst., Leckermaul, Pol. 3, 57, 7. – Auch übertr. auf andere Sinne, ὄμμα, lüstern, Mel. 39 (XII, 106); vgl. Callim. frg. 107; Ael. bei Suid.; τοῦ κεκρυμμένου, Men. bei Stob. 74, 27. – Adv., λίχνως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λίχνος: -η, -ον, ὡσαύτως ος, ον, (√ΛΙΧ, λείχω) «λιχούδης», «λείξουρος», λαίμαργος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 2, Πλάτ. Πολ. 354Β· λ. τὰ περὶ τὴν τροφὴν Κλείταρχ. παρ’ Ἀθην. 148Ε· - μεταφ., λ. τὴν ψυχὴν Πλάτ. Πολ. 579Β· - λίχνος, ὁ, λαίμαργος ἄνθρωπος, Πολύβ. 3. 57, 7· - συγκρ. -ότερος, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 89Α· ὑπερθ. -ότατος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 4, 1, 2) μεταφ., περίεργος, Εὐρ. Ἱππ. 913· λ. ὄμμα Καλλ. Ἀποσπ. 107, Ἀνθ. Π. 12, 106· μετὰ γεν., περίεργος εἴς τι, τοῦ κεκρυμμένου Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, πολυδάπανος, ὀρεκτικός, βρώματα Κλήμ. Ἀλ. 170 ζωὴ ὁ αὐτ. 169.

French (Bailly abrégé)

η, poét. ος, ον :
I. gourmand, friand (propr. lécheur);
II. fig. 1 avide, qui convoite;
2 curieux.
Étymologie: R. Λιχ, lécher ; v. λείχω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λίχνος, -η, -ον, θηλ. και -ος)
αυτός που του αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῦ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ.
β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
αρχ.
1. μτφ. περίεργος, άπληστος (α. «ἡ γὰρ ποθοῡσα πάντα καρδία κλύειν κἀν τοῑς κακοῑσι λίχνος οὖσ' ἁλίσκεται», Ευρ.
β. «λίχνος εἰμὶ καὶ τὸ πεύθεσθαι», Καλλ.)
2. μτφ. ασελγής
3. (για πράγματα ή φαγητά) α) εκλεκτός, ορεκτικός
β) δαπανηρός, πολυτελής.
επίρρ...
λίχνως (AM)
με λαιμαργία, με αδηφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας λειχ- του ρήματος λείχω «γλείφω») + επίθημα -νος (πρβλ. λάγ-νος, λύχ-νος)].

Greek Monotonic

λίχνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον (λείχω
1. λιχούδης, λαίμαργος, σε Ξεν., Πλάτ.
2. μεταφ., περίεργος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λίχνος: II ὁ лакомка, обжора Plat., Polyb., Plut.
3, редко
1) любящий покушать, падкий на лакомые блюда, преданный обжорству Xen.;
2) жадный: λ. τὴν ψυχήν Plat. обуреваемый жадностью;
3) любознательный, пытливый (ἡ καρδία Eur.): τοῦ κεκρυμμένου λ. Men. стремящийся узнать скрытое.

Middle Liddell

λίχνος, η, ον λείχω
1. dainty, lickerish, greedy, Xen., Plat.
2. metaph. curious, Eur.

English (Woodhouse)

gluttonous, inquisitive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)