μυστιλάομαι

From LSJ
Revision as of 11:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστῑλάομαι Medium diacritics: μυστιλάομαι Low diacritics: μυστιλάομαι Capitals: ΜΥΣΤΙΛΑΟΜΑΙ
Transliteration A: mystiláomai Transliteration B: mystilaomai Transliteration C: mystilaomai Beta Code: mustila/omai

English (LSJ)

   A sop bread in soup or gravy and eat it, ὦ πλεῖστα… μεμυστιλημένοι… ἐπ' ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ar.Pl.627; ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Luc.Lex.5: metaph., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he scoops up public money, Ar.Eq.827 (anap.):—as Pass., μυστίλας μεμυστιλημένας scooped out, ib.1168.

German (Pape)

[Seite 223] μυστίλη, μυστίλλω, s. μιστυλάομαι, μιστύλη, μιστύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μυστῑλάομαι: ἀποθ., ἐμβάπτω, «βουτῶ» ἄρτον εἰς τὸν ζωμὸν καὶ τρώγω, ὦ πλεῖστα... μεμυστιλημένοι... ἐπ’ ὀλιγίστοις ἀλφίτοις Ἀριστοφ. Πλ. 627· ἐμυστιλᾶτο τοῦ ζωμοῦ Λουκ. Λεξιφ. 5· μεταφορ., ἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, σουφρώνει μὲ δύο χέρια τὰ δημόσια χρήματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 827· - ὡσαύτως ὡς παθ., μυστίλας μεμυστιλημένας, ἤδη ἑτοίμους, πεποιημένας εἰς σχῆμα κοῖλον διὰ τῶν δακτύλων, αὐτόθι 1168. - Ἴδε τὴν λ. μυστίλη.

French (Bailly abrégé)

mieux que μιστυλάομαι;
-ῶμαι;
seul. prés., impf. et pf. μεμυστίλημαι;
manger la soupe, ou en gén. puiser dans un plat avec un morceau de pain creusé en cuiller.
Étymologie: μιστύλη.

Greek Monotonic

μυστῑλάομαι: παρακ. μεμυστίλημαι, αποθ., βουτώ ψωμί στη σούπα ή στο ζωμό και το τρώω, σε Αριστοφ.· μεταφ., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων, τρώει με την κουτάλα το δημόσιο χρήμα, στον ίδ.· μτχ. παρακ. με Παθ. σημασία, με αδειάζουν, στον ίδ.

Middle Liddell

μυστῑλάομαι,
Dep. to sop bread in soup or gravy and eat it, Ar.: metaph., μυστιλᾶται τῶν δημοσίων he ladles out public money, Ar.:—perf. part. in pass. sense, scooped out, Ar. [from μυστί¯λη]