μορφοσκόπος

From LSJ
Revision as of 13:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοσκόπος Medium diacritics: μορφοσκόπος Low diacritics: μορφοσκόπος Capitals: ΜΟΡΦΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: morphoskópos Transliteration B: morphoskopos Transliteration C: morfoskopos Beta Code: morfosko/pos

English (LSJ)

ον,    A observing forms or figures, Artem.2.69.

German (Pape)

[Seite 209] die Gestalt beschauend, bes. daraus wahrsagend, Artemid. 2, 69.

Greek (Liddell-Scott)

μορφοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.

Greek Monolingual

μορφοσκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ασκεί μαντεία παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνο-σκόπος].