πικρόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 17:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόγλωσσος Medium diacritics: πικρόγλωσσος Low diacritics: πικρόγλωσσος Capitals: ΠΙΚΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: pikróglōssos Transliteration B: pikroglōssos Transliteration C: pikroglossos Beta Code: pikro/glwssos

English (LSJ)

ον,    A of sharp or bitter tongue, ἀραί A. Th.787 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 614] von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόγλωσσος: -ον, ὁ μετὰ πικρίας προφερόμενος, ἀραὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 787.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage amer.
Étymologie: πικρός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο / πικρόγλωσσος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη
αρχ.
εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)- + -γλωσσος (< γλῶσσα)].

Greek Monotonic

πικρόγλωσσος: -ον, αυτός που έχει αιχμηρή ή πικρή γλώσσα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πικρόγλωσσος: полный горьких слов, горький (ἀραί Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πικρόγλωσσος -ον [πικρός, γλῶττα] met bitterheid uitgesproken.

Middle Liddell

πικρό-γλωσσος, ον,
of sharp or bitter tongue, Aesch.