κοκκινίζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A to be scarlet, Sch.Opp.H.3.25, 5.271.
German (Pape)
[Seite 1471] scharlachroth sein, Schol. Opp. Hal. 3, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκινίζω: εἶμαι ἢ γίνομαι κόκκινος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 25., 5. 272.
Greek Monolingual
(AM κοκκινίζω) κόκκινος
παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό»)
νεοελλ.
(στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) δίνω σε κάτι κόκκινο χρώμα, κάνω κάτι κόκκινο
2. μέσ. κοκκινίζομαι
βάφομαι με κοκκινάδι, ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι.