νεκροσυλία

From LSJ
Revision as of 13:28, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροσῡλία Medium diacritics: νεκροσυλία Low diacritics: νεκροσυλία Capitals: ΝΕΚΡΟΣΥΛΙΑ
Transliteration A: nekrosylía Transliteration B: nekrosylia Transliteration C: nekrosylia Beta Code: nekrosuli/a

English (LSJ)

ἡ,    A robbery of the dead, Pl.R.469e.

German (Pape)

[Seite 238] ἡ, die Plünderung der Todten, Plat. Rep. V, 469 e.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροσῡλία: ἡ, ἡ σύλησις τῶν νεκρῶν, Πλάτ. Πολ. 469Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de dépouiller les morts.
Étymologie: νεκρός, συλάω.

Greek Monolingual

η (Α νεκροσυλία)
σύληση του νεκρού, λαθραία αφαίρεση τών αντικειμένων που έχουν ταφεί μαζί με τον νεκρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -συλία (< -συλος < συλῶ «αρπάζω, λεηλατώ»), πρβλ. θεο-συλία, ιερο-συλία].

Greek Monotonic

νεκροσῡλία: ἡ, σύληση νεκρών, ληστεία τάφων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νεκροσῡλία: ἡ ограбление покойников Plat.

Middle Liddell

νεκρο-σῡλία, ἡ,
robbery of the dead, Plat.